Στον πίνακα «Ανδρας με το πουπουλένιο μανίκι» του Τιτσιάνο αυτό που έχει ενδιαφέρον δεν είναι το πρόσωπο. Σε αιχμαλωτίζει το μανίκι. Ο τρόπος που ο ζωγράφος παρουσιάζει ένα κομμάτι ύφασμα βαρύ και ανάλαφρο, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Στον πίνακα «Ανδρας με το πουπουλένιο μανίκι» του Τιτσιάνο αυτό που έχει ενδιαφέρον δεν είναι το πρόσωπο. Σε αιχμαλωτίζει το μανίκι. Ο τρόπος που ο ζωγράφος παρουσιάζει ένα κομμάτι ύφασμα βαρύ και ανάλαφρο. Ταυτόχρονα.
«Υπάρχουν μόνο πέντε αποχρώσεις του μπλε. Το ευφυές συνίσταται στην προσεκτική επιλογή και στο συνετό συνδυασμό των αποχρώσεων, έτσι ώστε ενώ οι κάτω πτυχές μοιάζουν επίπεδες και άδειες, οι επάνω δηλώνουν τόσο καθαρά την παρουσία του μπράτσου, ώστε ο θεατής θεωρεί δυνατό να απλώσει το χέρι στον πίνακα και να αδράξει το σάρκινο όγκο». («Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας»)
Οι επάνω πτυχές στο ευρωπαϊκό μανίκι μοιάζουν επίπεδες, τόσο επίπεδες που δεν δηλώνουν ξεκάθαρα την παρουσία του μπράτσου. Του στηρίγματος. Ο πολίτης βλέπει τον όγκο, αλλά δεν μπορεί να διακρίνει τη δυναμική μάζα του συνόλου. Η απαρίθμηση των προβλημάτων και οι προειδοποιήσεις ούτε βοηθούν, ούτε κινητοποιούν. Από ένα σημείο και μετά, δεν τρομάζουν κιόλας. Σαν να έχει μεταβολιστεί ο φόβος και ρέει εξημερωμένος στις φλέβες.
«Η μετανάστευση, η τρομοκρατία, η οικονομική νομισματική ένωση και η Μεγάλη Βρετανία, αντικατοπτρίζουν μια Ευρώπη σε πολλαπλές κρίσεις... να ξαναβρούμε το πνεύμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, που είναι η αλληλεγγύη...Κοινά σύνορα - κοινή διαχείριση. Εάν δεν το συνειδητοποιήσουμε, η Σένγκεν δεν θα επιβιώσει και θα επιστρέψουμε σε μια Ευρώπη με τα παλιά σύνορα, αυτήν που οι νέοι δεν έχουν γνωρίσει, πράγμα που δεν τους το εύχομαι».
Ο νέος που βιώνει τη συλλογική νεύρωση, εκείνος που έχει γνωρίσει άλλα σύνορα, καινούργια, μέσα στο γενικό σάρωμα των καιρών, δεν συγκινείται ούτε με τη Σένγκεν, ούτε με το πνεύμα, το οποίο επικαλείται ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Με πέταξαν έξω απ’ όλους τους χώρους όπου ανήκω, ενώ αρνούμαι να προσχωρήσω εκεί όπου με δέχονται. Καλέ μου φίλε, λέω να του δίνω. Η Ευρώπη μπορεί να ζήσει ή να πεθάνει και χωρίς εμένα». («Η ιστορία ενός ηθικολόγου»).