Η αλλαγή ηγεσίας στη Ν.Δ. και η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη επέδρασε σε ένα πολιτικό τοπίο όπου όλα έμοιαζαν τακτοποιημένα σε μια βολική ακινησία, όπως το βότσαλο που πέφτει στα ήρεμα νερά μιας λίμνης, γράφει ο Δ. Η. Χατζηδημητρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δ. Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Η αλλαγή ηγεσίας στη Ν.Δ. και η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη επέδρασε σε ένα πολιτικό τοπίο όπου όλα έμοιαζαν τακτοποιημένα σε μια βολική ακινησία, όπως το βότσαλο που πέφτει στα ήρεμα νερά μιας λίμνης.
Ο κυματισμός που προκλήθηκε... ξέβρασε στα κράσπεδα της Χαριλάου Τρικούπη την αμετροέπεια ασήμαντων ανθρώπων, που τα τελευταία χρόνια διακρίθηκαν σε διεκπεραιωτικούς ρόλους υπονόμευσης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ-και τελικά της παράταξής τους- υπηρετώντας τις αχαλίνωτες φιλοδοξίες μεγαλοστελεχών του και τους ανομολόγητους στόχους εξωθεσμικών παραγόντων, με ισχυρό λόγο και επιρροή στα δημόσια πράγματα.
Στη Σεβαστουπόλεως, το ρεύμα του Ποταμιού θόλωσε αίφνης και απειλείται λειψυδρία, ικανή να στεγνώσει ένα πολιτικό εγχείρημα που ξεκίνησε με πολλές και καλές προθέσεις, για να αποκαταστήσει την τρωθείσα τιμή της πολιτικής.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον οι δυνάμεις που αυτοτοποθετούνται στον χώρο του προοδευτικού κέντρου, της σοσιαλδημοκρατίας -αν δεν αφεθούν να παρασυρθούν από καταγωγικούς φόβους και παιδικούς εγωισμούς- μπορεί να ανακαλύψουν ότι υπάρχουν πραγματικές προοπτικές και ευκαιρίες για την ανασύνταξή τους και την έξοδο από τη σκιά της πολιτικής ανυποληψίας στο ξέφωτο της αξιόπιστης δράσης, για τη συνδιαμόρφωση των όρων της μεταμνημονιακής Ελλάδας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα -και με δεδομένο ότι η Ν.Δ. υπό τον κ. Μητσοτάκη θα αναταχθεί- όσες προτάσεις κατατίθενται στη δημόσια σφαίρα για την ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας συνιστούν πολύτιμη συμβολή, καθώς επείγει η αποκατάσταση της πολιτικής ισορροπίας.
Η χώρα χρειάζεται μια σύγχρονη, ανανεωμένη, δυναμική κεντροαριστερά, ικανή να συναρθρώνει σε ελκυστικό πολιτικό λόγο και πρόγραμμα την κοινωνική ευαισθησία με την ευθύνη της πράξης.
Αιρόμενοι από τις ευκολίες της προπαγανδιστικής ευκολίας και ιδιοτέλειας οι συνειδητοποιημένοι πολίτες δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσουν ότι η ελληνική εκδοχή της κεντροαριστεράς, από το 1974 και μετά, δεν ήταν μόνον τα άνθη του κακού που βλάστησαν στην αυλή του έγκλειστου στον Κορυδαλλό πρώην υπουργού Εθνικής Αμυνας ούτε οι πεφυσιωμένοι συνδικαλιστές - δυνάστες των ΔΕΚΟ. Αλλωστε, αυτοί οι τελευταίοι έχουν μετακομίσει ομαδικά στον ΣΥΡΙΖΑ...
Ηταν και οι μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις, όπως το ΕΣΥ, το ΑΣΕΠ, τα ΚΕΠ, η αλλαγή του οικογενειακού δικαίου, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, η εθνική συμφιλίωση, η Διαύγεια, η ΟΝΕ, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., η αναμόρφωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κ.λπ., κ.λπ.
Η ανάταξη, η ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας επείγει και για έναν πρόσθετο λόγο. Η εμπειρία ενός χρόνου «αριστερής διακυβέρνησης» ήταν αρκετή για να αποκαλυφθούν οι πραγματικές δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντικειμενικοί και υποκειμενικοί λόγοι δεν επιτρέπουν σε αυτό το πολιτικό μόρφωμα να διεκδικήσει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας πολιτικής συνθήκης, μετά τη λήξη της μνημονιακής περιπέτειας της χώρας.
Η προφανής -και πλέον αποδεδειγμένη- ανεπάρκεια των στελεχών του και τα πρωτοφανή των ημερών, που δικαιώνουν τόσο τον Μαξ Βέμπερ όσο και τον Αύγουστο Λε Μπον, πείθουν για την ανάγκη να αποκτήσει η χώρα μια σοβαρή και υπεύθυνη σοσιαλδημοκρατία.