Την πολιτική αλλά και κοινωνική αντιπαράθεση γύρω από την υπόθεση της επένδυσης στις Σκουριές διέπει ένα σοβαρό μειονέκτημα, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Την πολιτική αλλά και κοινωνική αντιπαράθεση γύρω από την υπόθεση της επένδυσης στις Σκουριές διέπει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Η πλευρά που τάσσεται κατά της δραστηριότητας εξόρυξης χρυσού, το κάνει αναφανδόν, επικαλούμενη αόριστα και γενικώς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, σχεδόν περιφρονώντας την ανάγκη δημιουργίας αλλά και διατήρησης θέσεων εργασίας. Η άλλη πλευρά αποδοκιμάζει την αντιεπενδυτική στάση της κυβέρνησης στο επίμαχο ζήτημα, παραλείποντας όμως να αφιερώσει ενέργεια και επιχειρηματολογία στο οικολογικό σκέλος της διαμάχης. Εμφανίζεται έτσι σαν να αδιαφορεί για την προστασία του περιβάλλοντος, στον βωμό μιας επένδυσης.
Το αποτέλεσμα είναι ο μέσος Ελληνας, ο οποίος ελάχιστα γνωρίζει για την ουσία της υπόθεσης, να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. Η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη στην οποία εξορύσσεται χρυσός ή ερευνάται η ύπαρξη κοιτασμάτων. Το ίδιο συμβαίνει σε χώρες όπως οι Φινλανδία, Σουηδία, Βουλγαρία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τουρκία, Γαλλία, Ιταλία και Αυστρία.
Αντίστοιχες επενδύσεις υπόκεινται σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο κανόνων για την προστασία του περιβάλλοντος, την υιοθέτηση των βέλτιστων πρακτικών και τις προδιαγραφές των υδάτων. Το ευρωπαϊκό αυτό πλαίσιο είναι από τα πλέον σύγχρονα και ασφαλή παγκοσμίως. Την ευθύνη για την τήρηση αυτής της νομοθεσίας φέρουν οι εκάστοτε εθνικές αρχές.
Αν η κυβέρνηση κόπτεται ειλικρινώς τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και για τη διασφάλιση της απασχόλησης, ας επικεντρωθεί γρήγορα και αποτελεσματικά στην υλοποίηση της επένδυσης, με τις μεγαλύτερες δυνατές εγγυήσεις για την τήρηση των απαιτούμενων προδιαγραφών. Αν πάλι διαθέτει στοιχεία τα οποία διαμορφώνουν δεδομένα απαγορευτικά για την επένδυση, ας τα αποκαλύψει.
Στον αντίποδα, η αντιπολίτευση οφείλει να υπερβεί τα όρια της στενής πολιτικής αντιπαράθεσης και να πείσει την ίδια την κοινωνία ότι πράγματι δεν διατρέχει κίνδυνο παρά μόνο οφέλη από μία επένδυση η οποία διασφαλίζει συνολικά έως και 5.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, ενισχύοντας το επενδυτικό προφίλ μιας χώρας με 1,5 εκατ. άνεργους.
Ας συζητήσουμε δηλαδή το θέμα στον πυρήνα του, μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις και στείρες αντιπαραθέσεις.
Ανεξάρτητα πάντως από την ουσία της διαμάχης, σε επίπεδο χειρισμών, η κυβέρνηση απέτυχε. Ώθησε έναν μεγάλο επενδυτή της χώρας να προβεί σε συνέντευξη Τύπου προκειμένου να εκφράσει δημοσίως δυσαρέσκεια για τη μεταχείριση της δραστηριότητας από το ελληνικό κράτος, χωρίς αυτό να τεκμηριώνει επαρκώς την αθέτηση -ή έστω την καθυστέρηση υλοποίησης- μιας συμφωνίας. Συν τοις άλλοις, τορπίλισε έτσι η ίδια τις όποιες προσδοκίες γύρω από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Νταβός, προτού καν πραγματοποιηθεί.
Στα αποτελέσματα αυτά οδηγεί στην πραγματικότητα η απροθυμία και άρα αδυναμία του ελληνικού συστήματος να αναζητεί και να καταλήγει σε πρακτικές λύσεις. Η λογική της επικοινωνίας για την επικοινωνία, των εκατέρωθεν ιδεοληψιών και της παραπλάνησης οφείλει να τελειώσει, σε μια χώρα που κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.