Ενας χρόνος συμπληρώθηκε από το σοκ που επεφύλασσε η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας στις αγορές, προκαλώντας στις 15 Ιανουαρίου του 2015 το απόλυτο χάος, όταν σταμάτησε να υπερασπίζεται το ανώτατο όριο 1,20 που είχε θέσει στην ισοτιμία του φράγκου έναντι του ευρώ, γράφει η Αγγελικής Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Ενας χρόνος συμπληρώθηκε από το σοκ που επεφύλασσε η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας στις αγορές, προκαλώντας στις 15 Ιανουαρίου του 2015 το απόλυτο χάος, όταν σταμάτησε να υπερασπίζεται το ανώτατο όριο 1,20 που είχε θέσει στην ισοτιμία του φράγκου έναντι του ευρώ.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, και έχοντας επίγνωση των νέων μέτρων νομισματικής στήριξης και του «πακτωλού» ρευστότητας που προετοίμαζε η ΕΚΤ -πρόγραμμα ενός τρισ. ευρώ- η ελβετική κεντρική τράπεζα προτίμησε την τακτική της υποχώρησης στον συναλλαγματικό πόλεμο που είχε ξεσπάσει τότε, αντί την τακτική της άμυνας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η υπεράσπιση του ανώτατου ορίου με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην «εξαφάνιση» των συναλλαγματικών της διαθεσίμων.
Πριν από έναν χρόνο, η ελβετική κεντρική τράπεζα τόλμησε κάτι που έως εκείνη την ημέρα ήταν αδιανόητο: άφησε το φράγκο στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς και μαζί με το εθνικό νόμισμα, και την οικονομία της χώρας των Αλπεων, μια οικονομία σχεδόν απόλυτα εξαρτώμενη από την εξαγωγική δραστηριότητα.
Οι πρώτες αντιδράσεις δραματικές: Το φράγκο εκτοξεύτηκε σε ιστορικά υψηλά, ξεπερνώντας την απόλυτη ισοτιμία έναντι του ευρώ και σπέρνοντας τον πανικό σε επενδυτές, δανειολήπτες και ελβετικές επιχειρήσεις.
Τα χειρότερα οικονομικά σενάρια άρχισαν να γίνονται σκληρή πραγματικότητα.
Εναν χρόνο μετά το «Frankenschock» -όπως το χαρακτηρίζουν αναλυτές του Reuters- τα εφιαλτικά σενάρια δεν πήραν σάρκα και οστά.
Και με τους κατάλληλους χειρισμούς της ελβετικής κεντρικής τράπεζας -μειώνοντας τα επιτόκια κάτω από το μηδέν και παρεμβαίνοντας στοχευμένα στις αγορές συναλλάγματος- το φράγκο αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο σταθερά νομίσματα στον κόσμο, με την ισοτιμία του γύρω από το 1,08 έναντι του ευρώ.
Κανείς δεν ξέρει εάν η αποκατάσταση της ηρεμίας θα έχει διάρκεια.
Κανείς δεν γνωρίζει εάν οι επενδυτές θα εμπιστευτούν και πάλι την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας και τους χειρισμούς της.
Το κόστος για την κεντρική τράπεζα δεν μετριέται μόνο σε απώλεια εμπιστοσύνης.
Είναι και οικονομικό, καθώς εμφάνισε ρεκόρ ετήσιων ζημιών 23 δισ. ελβετικών φράγκων (23 δισ. δολ.) και υποτιμήθηκε η αξία των αποθεμάτων της σε ξένο συνάλλαγμα μετά την ανατίμηση του φράγκου.
Υψηλό το τίμημα και για την ελβετική οικονομία: Με το ισχυρό φράγκο να πιέζει προς τα κάτω τις τιμές εισαγόμενων αγαθών, ο πληθωρισμός υπέστη τη μεγαλύτερη πτώση από το 1950.
Η ανεργία αυξήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα εξαετίας, καθώς οι ελβετικές επιχειρήσεις που βασίζονται στις εξαγωγές, μειώνουν θέσεις εργασίας και «ψαλιδίζουν» τις δαπάνες, ώστε να αντεπεξέλθουν στη νέα εποχή του ισχυρού φράγκου και της παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελβετικού ΑΕΠ «φρέναραν» απότομα, μετά την απελευθέρωση του φράγκου.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελβετία κατάφερε να ξεφύγει της ύφεσης και απέφυγε έναν «Αρμαγεδδώνα» ή μια χειρότερη και δίχως αποτέλεσμα εμπλοκή στον συναλλαγματικό πόλεμο.