Πέρα από την τεχνολογική και βιομηχανική πρόοδο, το χαμηλό κόστος των πνευματικών δικαιωμάτων είναι υπεύθυνο σε μεγάλο βαθμό για την κατακόρυφη πτώση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου και Αειφόρου Ανάπτυξης.
Πέρα από την τεχνολογική και βιομηχανική πρόοδο, το χαμηλό κόστος των πνευματικών δικαιωμάτων είναι υπεύθυνο σε μεγάλο βαθμό για την κατακόρυφη πτώση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου και Αειφόρου Ανάπτυξης.
«Οι βασικές μέθοδοι για την επίλυση των συνηθισμένων τεχνολογικών προβλημάτων καθαρής ενέργειας βρίσκονται εδώ και πολύ καιρό εκτός του χρονικού ορίου που θέτει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
Αυτά που είναι ακόμα κατοχυρωμένα με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι συνήθως συγκεκριμένες βελτιώσεις ή λειτουργίες πάνω στις γνωστές προσεγγίσεις», αναφέρει η έκθεση.
Εξάλλου, ο ανταγωνισμός μεταξύ των πωλητών μειώνει περαιτέρω την τιμή και τα δικαιώματα αυτών των στοιχείων, ενώ ο ανταγωνισμός με τα ορυκτά καύσιμα αποτελεί άλλο ένα παράγοντα μείωσης του κόστους.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι σημαντικά διαφορετική σε σχέση με άλλες βιομηχανίες, όπως η φαρμακευτική, και το θετικό αποτέλεσμα είναι ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν την οικονομική δυνατότητα να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην τεχνολογία καθαρής ενέργειας.
Τα περισσότερα από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατατέθηκαν τη δεκαετία του 1970, και σήμερα έχουν λήξει. Συνεπώς, χώρες όπως η Ινδία μπορούν να κατασκευάζουν οικονομικά ηλιακούς συλλέκτες.
Πέρυσι, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναλογούσαν σχεδόν στο ήμισυ του συνόλου των νέων ενεργειακών εγκαταστάσεων σε όλο τον κόσμο. Η συμφωνία του Παρισιού αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω ανάπτυξη στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Εξάλλου, σε μια πρόσφατη έκθεση, υπολογίστηκε ότι μέχρι το 2030, η αιολική παραγωγή μπορεί να τριπλασιάσει και η ηλιακή έως και να πενταπλασιαστεί. Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα πιο σημαντικές μειώσεις του κόστους, ήτοι 25 τοις εκατό για την αιολική ενέργεια και 50 τοις εκατό για τα φωτοβολταϊκά.