Η ίδρυση και δραστηριότητα μιας επιχείρησης δημιουργεί θέσεις εργασίας. Εργοδότες και εργαζόμενοι καταβάλλουν με τη σειρά τους εισφορές που επιδοτούν τις συντάξεις. Μέτρα όπως η αύξηση των εισφορών, δηλαδή ο φόρος στην παραγωγή και την εργασία, υποσκάπτουν την ανάπτυξη, περιορίζοντας τελικά το οξυγόνο για τα ασφαλιστικά ταμεία, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η ίδρυση και δραστηριότητα μιας επιχείρησης δημιουργεί θέσεις εργασίας. Εργοδότες και εργαζόμενοι καταβάλλουν με τη σειρά τους εισφορές που επιδοτούν τις συντάξεις. Μέτρα όπως η αύξηση των εισφορών, δηλαδή ο φόρος στην παραγωγή και την εργασία, υποσκάπτουν την ανάπτυξη, περιορίζοντας τελικά το οξυγόνο για τα ασφαλιστικά ταμεία. «Μα συμφωνούν οι εργοδότες».
Πρώτον, συμφωνούν οι εργοδότες οι οποίοι και θα ορίσουν στην πράξη πού και πώς θα μετακυλιστεί το βάρος: στους μισθούς των εργαζομένων, στις τιμές των προϊόντων, στις θέσεις εργασίας. Δεύτερον, είναι πράγματι εντυπωσιακή η συναίνεση των εργοδοτικών φορέων, οι οποίοι μέχρι χθες δημοσίευαν τη μία μετά την άλλη τεκμηριώσεις για τον αρνητικό αντίκτυπο του υψηλού μη μισθολογικού κόστους στις αποδοχές και την απασχόληση. Σημειωτέον, οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα είναι μακράν από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. και τον ΟΟΣΑ. Προς το παρόν, επικοινωνιακά η κυβέρνηση εμφανίζεται να πείθει τους εργοδότες να «βάζουν το χέρι στην τσέπη» και οι εργοδοτικοί φορείς εμφανίζονται να «βάζουν πλάτη» με στόχο να αποφευχθούν μειώσεις συντάξεων, παρά το γεγονός ότι αυτές τελικά δεν θα αποφευχθούν, διότι όσο δεν θα υποστηρίζεται η απασχόληση, τόσο θα υπονομεύονται οι συντάξεις.
Πώς θα καλυφθεί λοιπόν διαφορετικά η ανάγκη μείωσης της κρατικής δαπάνης προς την κοινωνική ασφάλιση κατά 1,8 δισ. το 2016; Επί μακρόν καταβάλλονταν συντάξεις, συχνά πρόωρες και ευρύτερα προνομιακές, οι οποίες δεν υποστηρίζονταν από αντίστοιχες παραγωγικές δυνατότητες. Ετσι προέκυψε σε μεγάλο βαθμό ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός που οδήγησε στην περίοδο των «μνημονίων». Σήμερα οι πιο κοινωνικά συμφέρουσες λύσεις στο ασφαλιστικό περνούν μέσα από δύο παραδοχές.
Πρώτον, η ανάσχεση της οικονομικής δραστηριότητας εν μέσω της ύφεσης των τελευταίων ετών και των υψηλών βαρών στην παραγωγή και την εργασία έχει περιορίσει τον αριθμό των εργαζομένων και άρα τις εισφορές προς τα Ταμεία. Δεύτερον, οι κρατικές επιχορηγήσεις έχουν κατανεμηθεί άνισα προς όφελος ορισμένων ασφαλιστικών ταμείων (ΔΕΗ και ΟΤΕ: άνω των 10.000 ευρώ ετησίως ανά συνταξιούχο) και σε βάρος άλλων (ΙΚΑ: κάτω των 3.000 ευρώ ετησίως ανά συνταξιούχο).
Το μέτρο της αύξησης των ήδη υψηλών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων συνιστά αντικίνητρο για την πρόσληψη νέων εργαζομένων και κίνητρο για την αδήλωτη εργασία. Προτεραιότητα δίνεται στους συνταξιούχους όλων των βαλαντίων και όχι στους άνεργους. Το μεγάλο θύμα αποτελεί τελικά η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, στο όνομα της οποίας αυξάνεται το μη μισθολογικό κόστος, καθώς περιορίζεται η οικονομική δραστηριότητα και μειώνεται το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών. Συρρικνώνεται δε η φορολογική βάση, άρα αυξάνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα και η υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογούμενων.