Tην πιο εύστοχη εισαγωγή στη νέα χρονιά δεν την έκαναν ούτε τα μηνύματα των πολιτικών αρχηγών με την κοινοτοπία τους ούτε οι αναλύσεις μιντιακών και ακαδημαϊκών συντελεστών με την αναζήτηση κάποιας οπτικής γωνίας που να μην έχει πολυπαιχτεί. Την έκανε - αναμενόμενο - το πενάκι του Αρκά. Που συνέστησε στους μεν απαισιόδοξους να κάνουν θετικές σκέψεις, στους δε αισιόδοξους να αρχίσουν να σκέφτονται, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Tην πιο εύστοχη εισαγωγή στη νέα χρονιά δεν την έκαναν ούτε τα μηνύματα των πολιτικών αρχηγών με την κοινοτοπία τους ούτε οι αναλύσεις μιντιακών και ακαδημαϊκών συντελεστών με την αναζήτηση κάποιας οπτικής γωνίας που να μην έχει πολυπαιχτεί. Την έκανε - αναμενόμενο - το πενάκι του Αρκά. Που συνέστησε στους μεν απαισιόδοξους να κάνουν θετικές σκέψεις, στους δε αισιόδοξους να αρχίσουν να σκέφτονται.
Να αρχίζαμε από εκδοχές του δεύτερου, χρονιάρες μέρες που είναι ακόμη; Κάνοντας τη δική του προβολή προς το μέλλον με βάση το 2015 που έκλεινε, ο Αλέξης Τσίπρας βρήκε ως στοιχείο αισιοδοξίας το ότι η Ελλάδα... διακρίθηκε μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στην απορροφητικότητα κονδυλίων ΕΣΠΑ. Να ‘ναι καλά όσοι του ετοίμασαν τα speaking notes του Αλέξη Τσίπρα, όμως, να, συμβαίνει η Ελλάδα των παγίων καθυστερήσεων να «τερμάτισε» τον κανόνα του «ν+2» για την απορρόφηση πόρων του ΕΣΠΑ 2007-2013, οπότε τώρα είχαμε μια σχεδόν αναγκαστική απορρόφηση πόρων, ώστε να μη χαθούν (σημειώνουμε ότι, παγίως, οι μηχανισμοί των Βρυξελλών φροντίζουν να μην πάνε πόροι χαμένοι: θέμα γραφειοκρατικής τιμής αυτό!).
Χώρια που το 2014 είχε παρατηρηθεί ανάσχεση των εκταμιεύσεων - είτε γιατί οι προηγούμενοι είχαν μπλέξει τα πόδια τους είτε και γιατί οι Βρυξέλλες καιροφυλακτούσαν να δουν ποιος τελικά θα επικρατήσει στην περίεργη αυτή Ελλάδα.
Υπάρχει όμως και το άλλο: στη διαχείριση του 2015, για της οποίας το αποτέλεσμα σεμνύνεται -αναμενόμενο- ο Αλέξης Τσίπρας, πέρα από την παρουσία του όντως συμπαθούς Αλέξη Χαρίτση, πρώτα στη Γενική Γραμματεία ΕΣΠΑ, τώρα στο αρμόδιο υφυπουργείο ΕΣΠΑ του Γιώργου Σταθάκη, υπήρξαν οι σωτήριες (κυριολεκτικά!) 5 εβδομάδες της θητείας Νίκου Χριστοδουλάκη.
Που κατόρθωσαν να «ξεκλειδώσουν» τις καλές προθέσεις, ενδεχομένως δε και τις τύψεις των Βρυξελλών για τις περιπέτειες του ελληνικού ΕΣΠΑ.
Καθώς βρισκόμαστε, ακόμη, στη σφαίρα του αισιόδοξου (όπου ο Αρκάς συνιστά «να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε») μια φιλική σύσταση για το 2016: μεγάλη -μεγάλη!- προσοχή στις κινήσεις για το νέο, το τρέχον ΕΣΠΑ 2014-20. Που ήδη η προσπάθεια να επιδειχθεί διάθεση αναθεώρησης/αλλαγής/βελτίωσης -αυτό το μικρόβιο ΔΕΝ είναι ιδιαίτερο του ΣΥΡΙΖΑ, παγίως προσβάλλει ΚΑΘΕ κυβέρνηση η οποία αναλαμβάνει!- το έχει ταλαιπωρήσει. Επικίνδυνα.
Αυτό, συν η σωστή διαχείριση των δυνατοτήτων μετάβασης (οι διαβόητες ενέργειες passerelle) παλιών προγραμμάτων που έχουν κολλήσει στο νέο ΕΣΠΑ, πρέπει να αντικαταστήσουν τη διάθεση έμπρακτης κριτικής/ξηλώματος προς ό,τι έχει προηγηθεί. Και... ας μην παραβλεφθεί η παγίδα της «φιλολαϊκής» αναγγελίας ότι θα προτιμηθούν εφεξής για χρηματοδότηση ΕΣΠΑ μικρότερα έργα, «πλησιέστερα προς τον πολίτη». Πάντα τα έργα αυτά αποβαίνουν πλησιέστερα προς τον εργολάβο, καθυστερούν, προσπερνιούνται από την πραγματικότητα...
Ας περάσουμε τώρα σε κάτι το απαισιόδοξο - πάλι από Αλέξη Τσίπρα μεριά. Εκανε δική του «την πάλη στο Ασφαλιστικό», υψώνοντας «κόκκινη γραμμή» (υπέκυψε κι αυτός στην άνευ νοήματος πρακτική των κόκκινων γραμμών...) στην προστασία των κύριων συντάξεων. Με το -σωστό, ακριβές- επιχείρημα ότι στη σημερινή ξέπνοη Ελλάδα πολύς κόσμος, άνεργοι, νέοι, περιθωριοποιούμενες οικογένειες, στηρίζονται «στις συντάξεις του παππού και της γιαγιάς».
Ομως, το επιχείρημα ότι στο εισόδημα των κοντά 2.500.000 συνταξιούχων
-της συμπαγέστερης ομάδας ψηφοφόρων: αυτοί είναι, στην Ελλάδα του 2016, οι συνταξιούχοι, υπερδιπλάσιοι κι από τους δημοσίους υπαλλήλους...- στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, δεν είναι μόνον επιχείρημα αληθινό. Είναι και καταθλιπτικό.
Να το θέσουμε αλλιώς: μια κοινωνία που κοιτάζει προς εκείνο που το λέμε «μέλλον» στηριζόμενη στις συντάξεις των απομάχων της -συντάξεις μη χρηματοδοτήσιμες παρά μόνο με φορολογικές τσαχπινιές, ή πάλι με φαντασιώσεις εκμετάλλευσης του «εθνικού πλούτου»- είναι μια κοινωνία βαθύτατα παραιτημένη, ως εκ τούτου καταθλιπτική.
Για μας, αυτή η απαισιόδοξη προσέγγιση επείγει να διορθωθεί «να σκεφθούμε θετικά». Κάπως.
Η κυβέρνηση πρωτο-δεύτερης φοράς Αριστερά το οφείλει στον εαυτό της, να πείσει τη γενιά όσων χτίσαμε την αποτυχία της Μεταπολίτευσης να δεχθούμε να υποχωρήσει κι άλλο το δικό μας βιοτικό επίπεδο.
Αν δεν αφήσουμε να πατήσουν πάνω μας, υγιέστερα, τα παιδιά μας αντί να τους τάζουμε «βοήθεια» με τις συντάξεις μας, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. Κι εκείνοι άξιοι του αυριανού αδιεξόδου τους!
Το 2016 ξεκίνησε, λοιπόν, κάπως. Διαλέξτε αν πρέπει να κάνετε θετικές σκέψεις, ή να αρχίσετε να σκέφτεστε.