Χρονιά ορόσημο είναι για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα το 2016 και αυτό διότι η πολιτική της επιβίωση εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρους.
του Δημήτρη Χατζηνικόλα
Χρονιά ορόσημο είναι για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα το 2016. Και αυτό διότι η πολιτική της επιβίωση εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρους και παράγοντες πολλοί εκ των οποίων δεν είναι ακόμη γνωστοί είτε διότι τελούν υπό διαπραγμάτευση είτε διότι η πλευρά των θεσμών κρατά καλά κλειστά τα χαρτιά της.
Ήδη ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, παραδέχεται στην Καθημερινή της Κυριακής ότι οι θεσμοί ζητούν πρόσθετα μέτρα για την περίοδο 2016-2018.
Είναι προφανές ότι ο κ. Τσακαλώτος αναφέρεται στο μεσοπρόθεσμο πλάνο δημοσιονομικής στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2016 -2019 και στον φόβο του οικονομικού επιτελείου ότι η αξιολόγηση θα φέρει αναθεώρηση των στόχων και αίτημα για νέα μέτρα.
Οι στόχοι των επόμενων προϋπολογισμών για πρωτογενή πλεονάσματα, παρά το «ψαλίδισμα» της περσινής διαπραγμάτευσης, παραμένουν –προβλέπουν 0,5% του ΑΕΠ για το 2016 και 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Αυτό πέρα από το ότι επιβάλει μια, κάτι παραπάνω από «σφικτή», δημοσιονομική πολιτική το Μαξίμου και το ΥΠΟΙΚ φοβούνται ότι θα φέρει αιτήματα και για νέα μέτρα. Ήδη η εκτίμηση του ΔΝΤ είναι ότι στον προϋπολογισμό του 2016 θα υπάρξει «τρύπα» 900 εκατομμυρίων ευρώ.
Αν στο παραπάνω «ζοφερό» για την κοινωνία σκηνικό ύφεσης, λιτότητας και υπερφορολόγησης προσθέσει κανείς τα μέτρα του πρώτου εξαμήνου που θα πρέπει να φέρει στη Βουλή η κυβέρνηση –ασφαλιστικό, εργασιακά, φορολογικό, «κόκκινα» στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια- προκύπτει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που σύμφωνα με όλους τους διεθνείς αναλυτές θα προκαλέσει πολιτική αναταραχή στη χώρα το νέο έτος.
Το Μαξίμου επί τους παρόντος κινείται στον άξονα: «Παράλληλο πρόγραμμα, καμία περικοπή των βασικών συντάξεων, καμία υποχώρηση σε παράλογες απαιτήσεις». Όμως το πρώτο δεν αρκεί, το δεύτερο μένει να δούμε σε ποιο βαθμό θα γίνει πράξη και το τρίτο, σε συνδυασμό με το δεύτερο, είναι πολύ πιθανό να γυρίσουν την κυβέρνηση στο περσινό καλοκαίρι φέρνοντάς την αντιμέτωπη με το δίλημμα να κλείσει τη διαπραγμάτευση πληρώνοντας το κοινωνικό και κομματικό κόστος της απόφασής της ή να συγκρουστεί με τους δανειστές με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την οικονομία της χώρας.
Και τα δύο πάντως, σύμφωνα με κυβερνητικό βουλευτή με μακρά κοινοβουλευτική εμπειρία θα προκαλέσουν αναταραχή σε ένα πολιτικό σύστημα «που δεν έχει την κουλτούρα του διαλόγου και της συναπόφασης μπροστά στα μεγάλα προβλήματα του τόπου» η εξέλιξη και η ένταση της οποίας σε μεγάλο βαθμό θα καθοριστούν από τις αποφάσεις και τις αντοχές του Πρωθυπουργού.