Για μεθόδους «μαφίας» και αριστερής αλητείας, τις οποίες δεν πρόκειται να ανεχθεί, κάνει λόγο ο Αλέξης Μητρόπουλος, μετά την εις βάρος του ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Για μεθόδους «μαφίας» και αριστερής αλητείας, τις οποίες δεν πρόκειται να ανεχθεί, κάνει λόγο ο Αλέξης Μητρόπουλος, μετά την εις βάρος του ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Ο πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, σε γραπτή του δήλωση, διαβεβαιώνει ότι «θα συνεχίσω να προβάλλω τις απόψεις μου και να ασκώ κριτική στην εθνοκτόνα και κοινωνιοκτόνα ασκούμενη μνημονιακή πολιτική, όπως έπραξα πάντα, από όταν φυλακίστηκα και βασανίστηκα στη χούντα μέχρι και σήμερα».
Μάλιστα, καταγγέλλει σχέδιο πολιτικής του εξόντωσης και σπίλωσης, στο οποίο μετέχουν υπάλληλοι των οικονομικών υπηρεσιών και των κρατικών αρχών και καλεί τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον υπουργό αρμόδιο για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς να δημοσιοποιήσουν τον «χαλκευμένο φορολογικό» του φάκελο.
Παράλληλα, καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τον προστατεύσει, ενώ θέτει τον Πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ως υπεύθυνο για ό,τι έχει σχεδιαστεί εις βάρος του.
Σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, σημειώνει ότι σε λίγες μέρες (16-12-2015) εκδικάζεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η αναίρεση του δημοσίου και η δική μου κατά της υπ’ αριθ. 3792/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε ακυρώσει το μεγαλύτερο τμήμα του προστίμου που μου είχε επιβάλλει η Δ’ ΔΟΥ για ποσό που είχε εισπράξει το γραφείο μου (όχι εγώ προσωπικά) στο εξωτερικό το έτος 1999, είχε επαναπατρισθεί με το άρθρο 38 του ν. 3259/2004 («νόμος Αλογοσκούφη») και είχε αποδοθεί σε τρίτους δικαιούχους εις εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων.
Με το υπ’ αριθ.πρωτ. Δ12.Α1115972/ΕΞ.2013/18.7.2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος (τμήμα Α΄), το υπουργείο Οικονομικών είχε αποφανθεί ότι το ποσό αφορούσε νόμιμο επαναπατρισμό κεφαλαίων εκ του εξωτερικού.
Εξάλλου, καταλήγει, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ’ αριθ. 525/23-3-2015 Γνωμοδότησή του (Β’ Τμήμα), μετά από ερώτημα της Κατερίνας Σαββαΐδου, πρώην Γενικής Γραμματέως της ΓΓΔΕ, είχε αποφανθεί ότι η υπόθεση έτους 1999 είχε προ πολλών ετών παραγραφεί.