Οι πρόσφατες εικόνες που μεταδίδονταν τηλεοπτικά για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης της βελγικής πρωτεύουσας τροφοδοτούν σκέψεις για ένα μέλλον της Ε.Ε., μη ευρωπαϊκό. Η αθρόα μετανάστευση των τελευταίων μηνών σε συνδυασμό με το πολλαπλό τρομοκρατικό χτύπημα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, δύο ζητήματα τα οποία κάθε άλλο παρά αιτιωδώς συνδέονται, δημιουργούν κυρίως αντιδραστικά αντανακλαστικά στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη
του Γιώργου Αντωνιάδη
Οι πρόσφατες εικόνες που μεταδίδονταν τηλεοπτικά για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης της βελγικής πρωτεύουσας τροφοδοτούν σκέψεις για ένα μέλλον της Ε.Ε., μη ευρωπαϊκό. Η αθρόα μετανάστευση των τελευταίων μηνών σε συνδυασμό με το πολλαπλό τρομοκρατικό χτύπημα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, δύο ζητήματα τα οποία κάθε άλλο παρά αιτιωδώς συνδέονται, δημιουργούν κυρίως αντιδραστικά αντανακλαστικά στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η πρόσληψη της μαζικής εισβολής του “Ξένου” στα πάτρια εδάφη είναι αναμενόμενο να απελευθερώνει φοβικά σύνδρομα των ευρωπαϊκών λαών όπως αναλύθηκε και σε πρόσφατη εκδήλωση που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής – ΙΝΣΠΟΛ για το πρωτοφανές κύμα μετανάστευσης που δέχεται η Ευρώπη και κυρίως η Ελλάδα, έχοντας ομιλητές επί του θέματος τον Γιώργο Κουμουτσάκο, Βουλευτή Β' Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας, τον Δημήτρη Χριστόπουλο, τον Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Παντείου Πανεπιστημίου και τον Άγγελο Συρίγο, πρώην Γενικό Γραμματέα Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής στο Υπουργείο Εσωτερικών. Το κυρίως συμπέρασμα που διεξήχθη εκ μέρους του ΙΝΣΠΟΛ, από την όλη συζήτηση που ακολούθησε μετά τις σχετικές εισηγήσεις, επικεντρώνεται στην ανάγκη ανάδυσης ενός συντηρητικού αναστοχασμού για το ποιά Ευρώπη θέλουμε να συντηρήσουμε.
Ετσι, λοιπόν, από την μία πλευρά, η ατζέντα της δημόσιας ασφάλειας αναδεικνύεται με τέτοια τρομοϋστερία από ορισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σημείο που λειτουργεί εκλογικευτικά για κάθε ενέργεια που διευκολύνει την κρατική καταστολή στο εσωτερικό των χωρών της Ε.Ε. Στο δημόσιο διάλογο πολλαπλασιάζονται οι φωνές που εξομοιώνουν κάθε παράνομο μετανάστη ή πρόσφυγα με οιονέι τρομοκράτη που αν δεν του αποτρέπεται η είσοδος θα πρέπει να του “κάνουμε τον βίο αβίωτο”. Ενα βήμα ακόμη πιο κοντά στην Ευρώπη του Μπρέιβικ, δεν έιναι λίγοι εκείνοι που προσβλέπουν ότι το δικαίωμα της διευρυμένης οπλοκατοχής να κατοχυρώνεται στο ευρωπαϊκό νομικό σύστημα και να συνδυάζεται με την “περήφανη” αυτοδικία των νοικοκυραίων-φρουρών της περιουσίας και της τιμής τους.
Από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής ορθότητας που υπερασπίζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συντάσσεται πολεμοχαρώς στο όνομα της υπερασπίσης της Δημοκρατίας και των Δυτικών Αξιών με όποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή κατά του ISIS σε συριακό έδαφος, χωρίς όμως την έγκριση της συριακής κυβέρνησης. Στην εκκοσμικεύμενη μορφή σύγχρονων σταυροφοριών, η ανωτερότητα των φιλελεύθερων ιδανικών έναντι όλων των υπολοίπων μη δυτικών πολιτισμικών προτύπων προωθεί μία δαρβινίζουσα πυραμιδοποίηση του πολιτισμένου κέντρου που θα διαφωτίσει τις υπανάπτυκτες περιφέρειες της παγκοσμιοποίησης. Για αυτούς, το πρόβλημα της τρομοκρατίας έχει τις ρίζες του στον ισλαμικό φονταμενταλισμό καθεαυτό και υποστασιοποιείται πλέον στο ISIS όπως πρίν λίγα χρόνια στην Αλ Κάιντα. Ακόμη και στον ευρωκεντρικό αναστοχασμό του Σλαβόϊ Ζίζεκ δεν χωράει η διεθνολογική αναρώτηση των δικτύων που συγκρότησαν την ισλαμική τρομοκρατία από τον Αφγανιστάν έως και την Συρία για την εξυπηρέτηση δυτικών κρατικών συμφερόντων. Πέραν αυτού, η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ έχει καταδείξει τα όρια δυνατοτήτων ακόμη και μίας υπερδύναμης να ριζώσει τον σπόρο της Δημοκρατίας μέσω εκατόμβων νεκρών σε χώρες που δεν έχουν τις ίδιες πολιτισμικές προκείμενες με εκείνες του Δυτικού Πολιτισμού.
Βέβαια, η πιο ανεδαφική των όλων προσέγγισεων βασίζεται σε μιά πιο ριζοσπαστική ανάγνωση των υπο ανάλυση φαινομένων και εκπροσωπείται από τους πασιφιστές φιλελεύθερους και αριστερούς. Η θεώρηση αυτών κατατείνει σε μία δαιμονοιποίηση της Δύσης ως την μόνη υπεύθυνη για την ανάδυση της τρομοκρατίας μέσω των παρεμβάσεων στην Μέση Ανατολή πού είτε γεωπολιτισμικά είτε γεωοικονομικά έχει γίνει ένα πεδίο σύγκρουσης των δυτικών συμφερόντων με νεοαποικιακούς όρους προς τα καθεστώτα της περιοχής. Σαφώς και δεν είναι αβάσιμη αυτή η κριτική αλλά παραγνωρίζει την συμμαχία των επιμέρους ελίτ αυτών των ανελεύθερων καθεστώτων με τους Δυτικούς που λυμαίνονται τον εθνικό πλούτο των λαών τους.
Τέλος, η θέση ενός συντηρητικού αναστοχασμού δεν εξαντλείται στην αποδόμηση των μυθικών στοιχείων που προσάπτονται στερεοτυπικά εναντίον της Δύσης ή του Ισλάμ αφού κανένα από τους δύο πολιτισμούς άλλωστε δεν αποτελεί ένα νομοτελειακά αδιάσπαστο πολιτισμικό παράδειγμα. Στα σημεία των εσωτερικών τους τομών και ρήξεων της Δύσης βρίσκεται αρκετός χώρος για την ανάδειξη εκείνων των μετριοπαθών φωνών που στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας και του κρατικού συμφέροντος δεν θα δεχτούν οι κοινωνίες τους να εκπέσουν σε μία βιοπολιτική λειτουργία χωρίς την μέριμνα της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και της ανεκτικότητας. Μόνο που η ανεκτικότητα και η αλληλεγγύη δεν έιναι απαραίτητο να έχει το πολυπολιτισμικό πρόσημο χάριν της οποίας χωράνε όλα στην ευρωπαϊκή ταυτότητα σε σημείο που η σαρία να καθορίζει την ζωή Ευρωπαίων πολιτών. Σε αυτό το λεπτό σημείο της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης είναι που ο αναστοχαστικός συντηρητισμός αντιπαραβάλλεται με έναν επιθετικό συντηρητισμό ο οποίος εκμεταλεύεται εργαλειακά τις πραγματιστικές απειλές για πληθυσμιακή και συνάμα πολιτισμική αλλοίωση της ευρωπαϊκής ήπειρου. Ο τελευταίος, όμως, δεν αναλογίζεται ποιό θα έιναι το τίμημα επικράτησης μίας Νέας Ευρώπης στην οποία δεν είναι τόσο διακριτός ο φίλος από τον εχθρό με ενδοεμφυλιακούς όρους.
* Ο Γιώργος Αντωνιάδης είναι διεθνολόγος και Διευθύνων Εταίρος του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής.