Αντλώντας έμπνευση από την οικονομική κρίση, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μηνάς Βιντιάδης έγραψε ένα έργο, στο οποίο η πραγματικότητα και η φαντασία συγκρούονται στην Ελλάδα του σήμερα, και μας μιλά για την κωμωδία του, «Ο Κάτω Παρθενώνας».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Αντλώντας έμπνευση από την οικονομική κρίση, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μηνάς Βιντιάδης έγραψε ένα έργο, στο οποίο η πραγματικότητα και η φαντασία συγκρούονται στην Ελλάδα του σήμερα, και μας μιλά για την κωμωδία του, «Ο Κάτω Παρθενώνας».
Το έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), σε σκηνοθεσία του Περικλή Χούρσογλου, στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών.
Με ήρωές του έναν «νεοάστεγο» και έναν «νεόπτωχο», που συναντιούνται και η ζωή τους αλλάζει σε μια παρτίδα συγκρούσεων και αποκαλύψεων, ο Μηνάς Βιντιάδης μιλά για αυτό το δράμα …σκέτη κωμωδία για την Ελλάδα της κρίσης.
Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το έργο;
Η οργή! Ποιος ανάγκασε εκατοντάδες ανθρώπους να ζουν στον δρόμο; Ποιοι ανίκανοι πολιτικοί διαμόρφωσαν ένα νέο σκηνικό για τη ζωή μας; Ποιοι αδιάφοροι πολίτες βολεύτηκαν στον ψεύτικο παράδεισό τους, ξεπουλώντας κάθε προσωπική αξία και αδιαφορώντας για τον διπλανό τους;
Μιλάω, εδώ και χρόνια, με αυτούς τους ανθρώπους. Κάθισα με τις ώρες δίπλα τους. Με έναν δέθηκα ιδιαίτερα. Αυτός ο “νεοάστεγος” καθόρισε την απόφασή μου να γράψω ένα θεατρικό με ήρωα έναν άστεγο. Θυμάμαι πόσο είχα συγκλονιστεί νεαρός στο Παρίσι, όταν συνάντησα για πρώτη φορά κλοσάρ. Τους κοιτούσα, λες κι έβλεπα εξωγήινους. Αυτό που με συγκλόνισε είναι ότι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν ήξερα αν λυπάμαι κάποιον για αυτό που κάνει ή τον ζηλεύω, γιατί δεν μπορώ να τον μιμηθώ.
Σκιαγραφείστε μας τους ήρωες του «Κάτω Παρθενώνα».
Ο ένας, ο άστεγος, έχει βρει τον δρόμο του, στον δρόμο ή, μάλλον καλύτερα, σε μια παράγκα κάτω από τον Παρθενώνα. Πουλάει βιβλία, ζει με τα λίγα, έχει την ελευθερία του. Ο άλλος, ο χρηματιστής, είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης, έχει χάσει τον έλεγχο και την αξιοπιστία του. Θέλει να κάνει κάτι, για να σώσει, στο τέλος, την παρτίδα. Συναντιούνται ένα απόγευμα. Τυχαία; Αδιάφορο. Ποια είναι η αφορμή; Ούτε αυτό μετράει. Σημασία έχει ότι, για μερικές ώρες, βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλο, σε μια μονομαχία του παράλογου με τη λογική. Αν υπάρχει παράλογο κι αν ξέρουμε τι είναι λογική.
Αυτή είναι η ιστορία δύο ανθρώπων, που θα μπορούσαν, κάλλιστα, να είναι εσύ ή εγώ, ο γείτονας ή ο συνεργάτης σου, η γυναίκα σου ή το παιδί σου. Γιατί, στην Ελλάδα του σήμερα ή, αλλιώς, στην Ελλάδα της αμηχανίας, η εναλλαγή των ρόλων, που επιτάσσει η νέα τάξη πραγμάτων, μόνο “αταξία” μπορεί να επιφέρει στις ζωές, που έχουμε μάθει να ζούμε. Και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό.
Τι φέρνει κοντά αυτούς τους δύο ανθρώπους;
Όσο παράξενο κι αν σας φανεί, το αδιέξοδο του χρηματιστή, του κατά συνθήκη ισχυρού. Χρειάζεται μια άμεση λύση, μια τιμωρία, μια λύτρωση, που είναι ευεργεσία. Νομίζω ότι ο καθρέφτης, που υπάρχει ανάμεσά τους, τους προκαλεί. Σαν να τους ψιθυρίζει: «μην πιστεύεις αυτό που βλέπεις».
Πώς βοηθά, τελικά, ο ένας τον άλλον;
Δείχνοντάς του την αλήθεια που δεν έβλεπε.
Τι έχουν να πουν - δείξουν στους θεατές της σημερινής Ελλάδας;
Παρόλο που το παιχνίδι ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες του έργου είναι ζωής ή θανάτου, προσπαθούν να μας δείξουν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος και να μας βάλουν να διαλέξουμε ποιος μας ταιριάζει περισσότερο. Ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο χαμένος. Κι όλο αυτό, με χιουμοριστική διάθεση, γιατί η εποχή μας δεν σηκώνει άλλα δράματα!
Αναλογιζόμενος την κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, και τον τρόπο πλεύσης που ακολουθούμε, τι πρέπει να κατανοήσουμε - συνειδητοποιήσουμε, για να μπορέσουμε να αντέξουμε, αλλά και να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα;
Άραγε, η Ελλάδα της κρίσης είναι η Ελλάδα του χτες και του αύριο; Αυτή είναι η πατρίδα μας; Αυτή που ξέρουμε, που αγαπάμε και αναθεματίζουμε την ίδια στιγμή; Η ίδια είναι. Μόνο οι άνθρωποι αλλάζουν. Όχι αυτοί που γράφουν την ιστορία, μα αυτοί που είναι η ιστορία. Γιατί αυτοί, που γράφουν την ιστορία, τη γράφουν σαν να πρόκειται για την αυτοβιογραφία τους σε μια χώρα, όπου η πραγματικότητα και η φαντασία συγκρούονται στην εποχή της αμηχανίας.
Βλέπετε κάποια αχτίδα φωτός στον σκοτεινό ορίζοντα;
Μόνο αχτίδα; Βλέπω φωτιά...
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Περικλής Χούρσογλου, σκηνικά - κοστούμια: Δημήτρης Πολυχρονιάδης, φωτισμοί - βίντεο: Σταμάτης Γιαννούλης, βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Σκυλογιάννη, οργάνωση παραγωγής: Δημοσθένης Πάνος. Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Νίκος Γεωργάκης (άστεγος), Γιώργος Καύκας (χρηματιστής).
Πληροφορίες
Μονή Λαζαριστών - Μικρό Θέατρο: Κολοκοτρώνη 25 - 27, Θεσσαλονίκη, τηλ. κρατήσεων: 2315 200200. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 18:00, Πέμπτη και Παρασκευή: 21.00, Σάββατο: 18.00 και 21:00, Κυριακή: 19:00. Τιμές εισιτηρίων: κανονικό θέσεων πλατείας: 13 ευρώ, κανονικό θέσεων εξώστη: 10 ευρώ, εκπτωτικό (φοιτητές, άτομα άνω των 65): 8 ευρώ, ειδικά πακέτα προσφορών: λαϊκές παραστάσεις Τετάρτης και Πέμπτης: γενική είσοδος: 5 ευρώ, ομαδικές κρατήσεις (20 άτομα και άνω, για την ίδια παράσταση): 7 ευρώ, άνεργοι (με την επίδειξη κάρτας ανεργίας): δωρεάν Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή (με αριθμό θεατών ανά παράσταση, απαιτείται κράτηση θέσης), δάσκαλοι και καθηγητές: 10 ευρώ, πολύτεκνοι: 5 ευρώ, ατέλειες: εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις, ισχύουν οι ατέλειες: ΕΣΗΕΜΘ, ΕΣΗΕΑ, ΣΕΗ, τμημάτων θεάτρου, δραματικών σχολών, σκηνοθετών, ΑΜΕΑ (γίνονται κρατήσεις θέσεων μόνο για ΑΜΕΑ). Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία ΚΘΒΕ: Βασιλικό Θέατρο (Τρίτη - Κυριακή: 9:30 - 21:30), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (Τετάρτη - Κυριακή: 16:30 - 21:30), Μονή Λαζαριστών (Τετάρτη - Κυριακή: 16:30 - 21:30), καταστήματα Γερμανός, Τράπεζα Πειραιώς (από τα μηχανήματα APS), ηλεκτρονικά: tickhethour.com. Διατίθεται το πάρκινγκ της Μονής Λαζαριστών έναντι 2 ευρώ, για όλη τη διάρκεια της παράστασης. Υπάρχει πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες, καθώς και οι αντίστοιχες εξυπηρετήσεις.