Ναι, το κέρδος είναι απαραίτητο για μία επιχείρηση. Σίγουρα οι πωλήσεις της είναι πολύ σημαντικές. Ασφαλώς και η διοίκησή της πρέπει να είναι αποτελεσματική, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν.Χ. Παπανδρόπουλου
Ναι, το κέρδος είναι απαραίτητο για μία επιχείρηση. Σίγουρα οι πωλήσεις της είναι πολύ σημαντικές. Ασφαλώς και η διοίκησή της πρέπει να είναι αποτελεσματική.
Το ερώτημα όμως που θέτει ένας σημαντικός Ιταλός καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Καλαβρίας, ο Nuccio Ordine, είναι αν αυτά είναι τα μόνα χρήσιμα πράγματα στη ζωή μας. Και η απάντηση που δίνει, σε ένα εντυπωσιακό και μαχητικό βιβλίο του, με τίτλο «Η Χρησιμότητα της Αχρηστίας» (L’ utilita dell’ Inutile), είναι από κάθε άποψη στιβαρή -και βέβαια αρνητική.
Τι υποστηρίζει όμως ο Ιταλός φιλόσοφος, που πρόσφατα έδωσε μία διάλεξη στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής; Υπογραμμίζει με έμφαση ότι στα καθεστώτα μας, τα οποία αποκαλεί «εμπορευματικές δημοκρατίες», υπάρχουν πράγματα «άχρηστα», όπως η ποίηση για παράδειγμα, που τελικά έχουν τεράστια χρησιμότητα.
Ετσι, μέσα από τη σκέψη μεγάλων φιλοσόφων (Αριστοτέλης, Πλάτων, Καντ, Τόκβιλ κ.ά.) και σημαντικών συγγραφέων (Θερβάντες, Ιονέσκο, Καλβίνο, Οβίδιος, Βοκάκιος, κ.ά.), μας λέει ότι το πάθος της κατοχής και η θρησκευτική προσήλωση στη χρησιμότητα αποστειρώνουν το πνεύμα και θέτουν σε κίνδυνο τον πολιτισμό, το σχολείο και το πανεπιστήμιο.
Πλήττουν επίσης την τέχνη και τη δημιουργικότητα, όπως και κάποιες θεμελιακές αξίες όπως είναι η Αγάπη και η Αλήθεια.
«Ζούμε σε έναν κοινωνικό περίγυρο» είπε ο N. Ordine στην ομιλία του στην Αθήνα, «στον οποίο κάθε επιλογή, κάθε πράξη, κάθε λέξη πρέπει να αντιστοιχεί σε ένα προσωπικό “κέρδος”, σε μία ωφελιμιστική λογική που επιβάλλει μία υλική απολαβή. Η ιδέα να μπορεί κανείς να καλλιεργήσει ένα πάθος εν ονόματι μιας ανιδιοτελούς και αδάπανης απόλαυσης δεν βρίσκει γόνιμο έδαφος ώστε να αναπτυχθεί στην κοινωνία μας.
Το κέρδος πρέπει να αποτελεί «μέσο» και όχι «αυτοσκοπό»
»Ζούμε σε ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που κυριαρχείται όλο και περισσότερο από τη δικτατορία της μεγιστοποίησης του κέρδους. Ας μην παρεξηγηθούν τα λόγια μου: Το κέρδος σε μία κοινωνία είναι θεμιτό, αρκεί να αποτελεί “μέσο” και όχι “αυτοσκοπό”.
Ακόμη και ο Ανταμ Σμιθ, τον οποίο παρανόησαν πολλές φορές οι ίδιοι οι υποστηρικτές του, είχε αντιληφθεί πλήρως τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν όλο απληστία και χωρίς ηθικούς φραγμούς εγωισμό και ένα ενάρετο προσωπικό συμφέρον, εμπνευσμένο από τη φρόνηση. Πράγματι, το κέρδος για το κέρδος, αποδεσμευμένο από κάθε κοινωνικό και ηθικό φραγμό, εξαιτίας της ίδιας της αρπακτικής του φύσης, αντί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης της ανθρωπότητας μπορεί, αντιθέτως, να μετατραπεί σε εργαλείο καταστροφής του πολιτισμού και αποσάθρωσης του πνεύματος.
»Ούτε που δίνουμε πλέον σημασία όταν, μπροστά σε κάθε μικρή καθημερινή επιλογή μας, κάποιος μας ρωτήσει σε τι χρησιμεύει; Σε τι άραγε χρησιμεύει να διαβάσεις την Οδύσσεια ή ένα ποίημα της Σαπφούς; Σε τι άραγε χρησιμεύει να μελετήσεις λατινικά ή ελληνικά; Σε τι άραγε χρησιμεύει να ακούσεις Μότσαρτ; Σε τι άραγε χρησιμεύει να επισκεφθείς τον Παρθενώνα;
Σε τι χρησιμεύει να δεις το ηλιοβασίλεμα από τον υπέροχο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο; Σε τι χρησιμεύει να θαυμάσεις τον πίνακα του Σεζάν οι Χαρτοπαίκτες;».
Η φιλοσοφία... προς την ελευθερία
Σε αυτές τις «παράλογες» ερωτήσεις είχε απαντήσει εξαίρετα ο Αριστοτέλης, λέγοντας σε αυτόν που ρώτησε «σε τι χρησιμεύει η φιλοσοφία;» ότι «δεν χρησιμεύει σε τίποτα, γιατί δεν κάνει εκδούλευση». Η φιλοσοφία, κατά τον μεγάλο Ελληνα φιλόσοφο, είναι μία επιστήμη αυθύπαρκτη, που διδάσκει τον δρόμο προς την ελευθερία.
Κάθε ένας ελεύθερος άνθρωπος υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για κάποιον άλλον. Και ο Ιταλός φιλόσοφος πρόσθεσε:
«Ομοίως, την πιο έξυπνη απάντηση στην ανόητη ερώτηση όποιου ζητά στις μέρες μας από τους μαθητές μας να του πούνε σε τι χρησιμεύει η εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών, μπορούμε να τη βρούμε στο μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ “Αδριανού Απομνημονεύματα”.
Σε έναν συγκινητικό στοχασμό, αφιερωμένο στο μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας -εκλεπτυσμένος διανοούμενος και φιλότεχνος- έπλεξε το εγκώμιο της ελληνικής γλώσσας με αυτά τα λόγια: “Αγάπησα αυτή τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιό της, που η κάθε λέξη του πιστοποιεί την άμεση και διαφορετική επαφή της με τις αλήθειες και γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο έχει ως επί το πλείστον λεχθεί σ’ αυτή τη γλώσσα.
Με τα λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου. Ο επιτάφιός μου θα χαραχτεί στα λατινικά στον τοίχο του μαυσωλείου μου στις όχθες του Τίβερη, αλλά στα ελληνικά έχω σκεφτεί και ζήσει” (Marguerite Yourcenar, Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 6η έκδοση, 1984, σσ. 47-48)».
Στη βάση των όσων προηγούνται, μήπως είναι καιρός για τις επιχειρήσεις να γίνουν -παράλληλα με τον πλούτο που μπορούν να παράγουν- και παραγωγοί πολιτισμού, στην ευρύτερη διάσταση του τελευταίου; Λέμε, μήπως;
Καθ’ όσον οι καιροί είναι δύσκολοι για τη φήμη τους και το κοινωνικό τους κύρος. Θα γίνονται δε δυσκολότεροι στο μέτρο που οι αμοιβές της εργασίας θα αποκτούν τεράστιες διαφορές, με τις υψηλότερες να παραμένουν παρανοϊκές για τον κοινό θνητό.
Καλόν είναι, λοιπόν, πέρα από τα ψυχρά νούμερα και τις απρόσωπες στρατηγικές, οι επιχειρήσεις να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας των πολιτών - η οποία, στο κάτω-κάτω της γραφής, είναι και ο ζωτικός τους χώρος.