Η καθαρή νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στις βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία αποτελεί αναμφισβήτητη επιβεβαίωση της ισχυρότατης θέσης του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος φαίνεται να κερδίζει τουλάχιστον τέσσερα ανέφελα χρόνια πολιτικής κυριαρχίας. Ωστόσο, τα πράγματα στην Αγκυρα δεν είναι όσο ανθηρά φαντάζουν, γράφει ο Γιώργος Παυλόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παυλόπουλου
[email protected]
Η καθαρή νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στις βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία αποτελεί αναμφισβήτητη επιβεβαίωση της ισχυρότατης θέσης του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος φαίνεται να κερδίζει τουλάχιστον τέσσερα ανέφελα χρόνια πολιτικής κυριαρχίας. Ωστόσο, τα πράγματα στην Αγκυρα δεν είναι όσο ανθηρά φαντάζουν.
Ο αριθμός εδρών του AKP στην Εθνοσυνέλευση δεν επαρκεί για την έγκριση της συνταγματικής μεταρρύθμισης, η οποία θα μετατρέπει τη χώρα από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Κεμαλιστές και φιλοκουρδική Αριστερά ομονοούν στην ανάγκη «ψαλιδίσματος» των φτερών ενός προέδρου-«σουλτάνου», ο οποίος θεωρείται κίνδυνος για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους.
Μεταξύ 2007 και 2011 οι ισλαμοσυντηρητικοί «άλωσαν» την προεδρία της δημοκρατίας, περιόρισαν τις εξουσίες του κεμαλικού στρατού και κατέστησαν πρότυπο για τους «μετριοπαθείς» ισλαμιστές σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Στην πρώτη φάση της «Αραβικής Ανοιξης», ο Ερντογάν «πόνταρε» στα κόμματα-«βιτρίνες» της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε Τυνησία, Αίγυπτο, Λιβύη και Συρία, για ένα ισλαμικό «τόξο» με την Τουρκία επίκεντρο και περιφερειακό ηγεμόνα.
Ωστόσο, το πραξικόπημα Σίσι στην Αίγυπτο, η ήττα των Τυνήσιων ισλαμιστών σε προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, ο κατακερματισμός της Λιβύης και η πολιτική επιβίωση Ασαντ στη Συρία χρεοκόπησαν τις τουρκικές βλέψεις. Πλήγμα για τον Ερντογάν αποτέλεσε και η ανοικτή σύγκρουσή του, από το 2013, με τον αυτοεξόριστο στις ΗΠΑ ισλαμιστή ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν.
Ο νυν πρόεδρος της Τουρκίας απάντησε στον «πόλεμο» του πρώην συμμάχου του με κύμα διώξεων σε αστυνομία, Δικαιοσύνη και Τύπο, στερώντας ωστόσο δημοκρατικό «αέρα» από το πολιτικό κλίμα στη χώρα.
Η εξέγερση της Ταξίμ, απότοκο -σε μεγάλο βαθμό- της ενδοϊσλαμιστικής αυτής σύγκρουσης, δεν κόστισε βέβαια ούτε την προεδρία στον Ερντογάν (έναν χρόνο αργότερα) ούτε την εξουσία στο AKP.
Οι τρεις στόχοι, ωστόσο, τους οποίους είχε θέσει ο Τούρκος πρόεδρος και οι οποίοι θα δικαίωναν τις ηγεμονικές του φιλοδοξίες, μοιάζουν πλέον ανέφικτοι.
Η μεταφορά εξουσιών στον πρόεδρο της δημοκρατίας δύσκολα θα λάβει την αναγκαία κοινοβουλευτική στήριξη, ώστε να τεθεί σε δημοψήφισμα.
Η πολιτική ηγεμονία για τα ισλαμοσυντηρητικά κόμματα στον αραβικό κόσμο φαντάζει άπιαστο όνειρο. Το κουρδικό διέρχεται μία από τις χειρότερες φάσεις του και, πλέον, με τους Κούρδους ντε φάκτο αυτόνομους σε Ιράκ και βόρεια Συρία, η σύγκρουση στη νοτιοανατολική Τουρκία εμφανίζει προοπτικές μακροχρόνιας πληγής.
Η παραμονή του Ερντογάν σε μια προεδρία χωρίς αρμοδιότητες θα μπορούσε τέλος να «ανοίξει την όρεξη» σε στελέχη του AKP για αμφισβήτηση ή μετατροπή του Τούρκου προέδρου σε ανώδυνη «πατρική» φιγούρα.
Σε συνδυασμό με την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, οι οποίοι επί χρόνια έδιναν τεράστια ώθηση στο AKP, γίνεται φανερό ότι η νίκη Ερντογάν είναι ηχηρότατη, σε καμία όμως περίπτωση δεν είναι απόλυτη. Καθόλου απίθανο, μάλιστα, στο εγγύς μέλλον να αποδειχθεί πύρρειος.