Η επέκταση της χορήγησης αδειών για λειτουργία φαρμακείου σε μη φαρμακοποιούς, ο περιορισμός της υποχρεωτικής συμμετοχής του φαρμακοποιού στο 20% του μ/κ και η δημιουργία αλυσίδων μέσω ΕΠΕ είναι τα βασικά σημεία τα οποία προβλέπει η Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υγείας που εκδόθηκε χθες, δίνοντας τέλος στο σίριαλ για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων.
Η επέκταση της χορήγησης αδειών για λειτουργία φαρμακείου σε μη φαρμακοποιούς, ο περιορισμός της υποχρεωτικής συμμετοχής του φαρμακοποιού στο 20% του μ/κ και η δημιουργία αλυσίδων μέσω ΕΠΕ είναι τα βασικά σημεία τα οποία προβλέπει η Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υγείας που εκδόθηκε χθες, δίνοντας τέλος στο σίριαλ για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων. Η απόφαση αυτή απέχει δραματικά από τις προσδοκίες των φαρμακοποιών, οι οποίοι μιλούν για «άνευ όρων παράδοση της υγείας του Ελληνα πολίτη στα καρτέλ και τα ολιγοπώλια».
Σύμφωνα με την ΚΥΑ προβλέπεται
1. Οι άδειες ίδρυσης φαρμακείων χορηγούνται σε φαρμακοποιούς κατόχους άδειας ασκήσεως επαγγέλματος φαρμακοποιού χώρας-μέλους της Ε.Ε., καθώς και σε άλλα φυσικά πρόσωπα πολίτες κράτους-μέλους της Ε.Ε., από τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Περιφερειακής Ενότητας της έδρας των φαρμακείων και εντός αυτής, με απόφαση του αρμόδιου περιφερειάρχη και δηλώνονται από τον κάτοχο της αδείας στον οικείο Φαρμακευτικό Σύλλογο εντός 60 ημερών.
2. Δεν χορηγείται άδεια ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείου σε νομικά πρόσωπα, πλην των συνεταιρισμών φαρμακοποιών μελών της Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδος και έπειτα από αιτιολογημένη απόφαση του δ.σ. της ΟΣΦΕ.
3. Κάθε άδεια ίδρυσης αντιστοιχεί σε ένα φαρμακείο. Για το έτος 2015 επιτρέπεται η χορήγηση μέχρι 5 αδειών. Ο ανώτατος επιτρεπόμενος αριθμός χορηγούμενων αδειών αυξάνεται κατά μία άδεια κατ’ ανώτατο όριο κατ’ έτος μέχρι το 2020, οπότε και ορίζεται ανώτατος επιτρεπόμενος αριθμός αδειών οι δέκα άδειες σε πανελλαδική κλίμακα.
4.Οι άδειες ίδρυσης φαρμακείων χορηγούνται για την περιφέρεια των Δήμων που συστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3852 /2010 (ΦΕΚ 87 Α’).
5. Τα φαρμακεία των ιδιωτών μη φαρμακοποιών που ιδρύονται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης λειτουργούν υποχρεωτικά με τη μορφή της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης, που πρέπει να έχει συσταθεί πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας του φαρμακείου. Στην εταιρική σύνθεση των ΕΠΕ στις οποίες συμμετέχουν μη φαρμακοποιοί, μετέχει υποχρεωτικά ως εταίρος, με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 20%, και ο ορισθείς υπεύθυνος φαρμακοποιός για τη λειτουργία κάθε φαρμακείου.
6. Τα φαρμακεία για τα οποία δίδεται άδεια ίδρυσης σε φαρμακοποιό, μπορούν να λειτουργούν ως ατομικές επιχειρήσεις είτε με όποια εταιρική μορφή του αστικού δικαίου επιλέξουν οι εταίροι τους, πλην εκείνης της ανώνυμης εταιρείας.
7. Η χορήγηση άδειας ίδρυσης σε φαρμακοποιό, κάτοχο άδειας ασκήσεως επαγγέλματος φαρμακοποιού κράτους-μέλους της Ε.Ε. και άλλα φυσικά πρόσωπα, πολίτες κράτους-μέλους Ε.Ε., δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό πλην των σχετικών με τα πληθυσμιακά όρια και τις τιθέμενες προϋποθέσεις στην παρούσα ΚΥΑ.
8. Για την απόκτηση της άδειας ιδρύσεως φαρμακείου απαιτείται ο αιτών (φαρμακοποιός ή μη) να έχει τα κατωτέρω προσόντα, που αποδεικνύονται από τα υποβαλλόμενα αντίστοιχα έγγραφα, ήτοι:
Την ελληνική ιθαγένεια ή την υπηκοότητα ενός των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Αντιδρά ο ΠΦΣ
Ως τη... μετάλλαξη του φαρμακοποιού σε «αυτοφωράκια» και την παράδοση άνευ όρων σε καρτέλ και off-shore εταιρείες, χαρακτηρίζουν οι φαρμακοποιοί την ΚΥΑ που υπογράφει ο υπουργός Υγείας κ. Ξανθός. Οπως σημειώνουν συγκεκριμένα «το προσχηματικό και για το θεαθήναι 20% της προβλεπόμενης συμμετοχής του φαρμακοποιού, ουσιαστικά τον καθιστά υπεύθυνο για οτιδήποτε συμβεί, ανεξάρτητα εάν πλέον θα ενεργεί κατ’ εντολή του επιχειρηματία εταίρου».
Παράλληλα αναφέρουν ότι στερεί από τον Ελληνα πολίτη την αξιόπιστη επιστημονική συμβουλή και συμβολή του φαρμακοποιού, «τον οποίο η ΚΥΑ καθιστά υποχείριο του εμφανούς ή αφανούς εταίρου».
Ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος απορρίπτει ως απαράδεκτη την υπουργική απόφαση και καταγγέλλει ότι υπαγορεύθηκε από συγκεκριμένα συμφέροντα, τα οποία άλλωστε μνημονεύονται ξεκάθαρα από το κείμενο της εν λόγω ΚΥΑ. Οι φαρμακοποιοί απορρίπτουν την Υπουργική Απόφαση και «την επιστρέφουν ως απαράδεκτη, δηλώνουν δε ότι άμεσα θα προσφύγουν στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια, καθώς και σε όλα τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα», αναφέρει ο ΠΦΣ στην ανακοίνωσή του.
ΣτΕ: Νόμιμο το rebate
Νόμιμο κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) το μέτρο του rebate που είχε προσβάλει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) ζητώντας την ακύρωση, σύμφωνα με τη δημοσιοποίηση της σχετικής απόφασης. Ειδικότερα το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ δέχθηκε κατά πλειοψηφία ότι το μέτρο είναι συνταγματικό, επικαλούμενο το δημόσιο συμφέρον και την οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα. Οι φαρμακευτικές καταβάλλουν rebate στα ασφαλιστικά ταμεία, τον ΕΟΠΥΥ και τον Οίκο Ναύτου ποσοστό 9% επί της τιμής κάθε συνταγογραφούμενου φαρμάκου που καλύπτεται από ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Επιπλέον, πρόσθετο rebate εφαρμόζεται και ανάλογα και με τον συνολικό όγκο πωλήσεων φαρμάκων σε τριμηνιαία βάση, σε ποσοστό 2%, 4%, 6% και 8%, κλιμακούμενα αναλόγως του τριμηνιαίου συνολικού όγκου πωλήσεων ανά φαρμακευτικό προϊόν, δηλαδή από 400.000 ευρώ έως 800.000 ευρώ, από 800.001 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ, από 1.500.001 ευρώ έως 2.500.000 ευρώ και άνω των 2.500.000 ευρώ αντίστοιχα.
Αντιδρώντας στην εφαρμογή του μέτρου, ο ΣΦΕΕ προσέφυγε στο ΣτΕ και με αίτηση που κατέθεσε ζήτησε την ακύρωση της υπουργικής απόφασης με την οποία καθορίστηκαν οι διαδικασίες και ο τρόπος απόδοσης του ποσού «επιστροφής» και «πρόσθετης κλιμακούμενης επιστροφής» (rebate) σε εκτέλεση του Ν. 4052/2012.
Εντούτοις, το ΣτΕ έκρινε ότι από την υλοποίηση του μέτρου δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την οικονομική ελευθερία, την αναλογικότητα και τη μέριμνα του κράτους για τη φαρμακευτική περίθαλψη και την υγεία. Αντίθετα, δύο δικαστές που μειοψήφησαν έκριναν ότι το μέτρο είναι αντίθετο στις συνταγματικές αρχές καθώς αποτελεί κοινωνικό πόρο υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ παράλληλα εκμηδενίζεται το επιχειρηματικό κέρδος.