Στη χώρα μας, κατά περιόδους, έχει γίνει προσπάθεια εφαρμογής διάφορων μοντέλων οικονομικής πολιτικής, με στόχο πάντα την ανάπτυξη, αλλά και τη θέσπιση φορολογικής συνείδησης, τον περιορισμό της φοροκλοπής και τη σταθερή ροή των φορολογικών εσόδων. Ολα έχουν αποτύχει, γράφει ο Γιώργος Κούρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Στη χώρα μας, κατά περιόδους, έχει γίνει προσπάθεια εφαρμογής διάφορων μοντέλων οικονομικής πολιτικής, με στόχο πάντα την ανάπτυξη, αλλά και τη θέσπιση φορολογικής συνείδησης, τον περιορισμό της φοροκλοπής και τη σταθερή ροή των φορολογικών εσόδων. Ολα έχουν αποτύχει.
Η τελευταία προσπάθεια έγινε από τον Γιώργο Παπανδρέου, που οραματιζόταν το σουηδικό μοντέλο. Μια προσπάθεια που κατά το ήμισυ βέβαια στέφθηκε από επιτυχία, αν αναλογιστούμε ότι όσον αφορά τα οικονομικά μας Σουηδοί δεν γίναμε, αλλά τη σκανδιναβική κατάθλιψη την αποκτήσαμε μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Και σήμερα η κυβέρνηση σχεδιάζει να αντιγράψει άλλα οικονομικά μοντέλα, όπως το γερμανικό ή το ιταλικό, αλλά με αποκλειστικό τα έσοδα και όχι τη γενικότερη αλλαγή του οικονομικού μας μοντέλου.
Οι προθέσεις, καλοπροαίρετα, να δεχθούμε ότι είναι καλές και θα συμβάλουν στην ελάφρυνση των βαρών για τους «μη έχοντες», θα βοηθήσουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και θα αυξήσουν τα έσοδα. Καμία όμως προσπάθεια δεν πρόκειται να πετύχει όσο οι υπεύθυνοι άσκησης της οικονομικής πολιτικής φροντίζουν μονίμως για την πιστή εφαρμογή του 50% των δεσμεύσεων του μνημονιακού μοντέλου, που οδηγούν μόνο στη μείωση των εισοδημάτων μέσω της αύξησης της φορολογίας και της μείωσης των μισθών και συντάξεων, και κλείνουν τα μάτια στο άλλο 50% των υποχρεώσεων, που συμβάλλει στην ανάταξη της οικονομίας.
Γι’ αυτό η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στην ανεργία, την κατατάσσουν χαμηλότερα από τη Ρουάντα, την Μποτσουάνα και το Τατζικιστάν στην ανταγωνιστικότητα, ενώ οι Ελληνες είμαστε από τους φτωχότερους λαούς μεταξύ 15 χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Ομως, με τους ρυθμούς που κινούμαστε, με τους φόρους και τις μειώσεις δαπανών που έρχονται και με τον νέο προϋπολογισμό του 2016, μάλλον είμαστε πολύ κοντά στους «πρωταθλητές» της φτώχειας και στο μοντέλο Καζακστάν, όπου τα περιουσιακά στοιχεία κάθε κατοίκου ανέρχονται στα 406 ευρώ.
Οσο οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα κλείνουν τα μάτια στις μεταρρυθμίσεις, στις ιδιωτικοποιήσεις-αποκρατικοποιήσεις, στις δομικές αλλαγές που χρειάζεται το κράτος, και κοιτούν μόνο τη δημιουργία κομματικών στρατών, φως στο τούνελ δεν θα δούμε. Η ανάπτυξη δεν έρχεται με αυξήσεις φορολογικών βαρών, ή με μειώσεις κονδυλίων για μισθούς και συντάξεις, για την υγεία και την παιδεία. Η ανάπτυξη δεν έρχεται εάν δεν υπάρξει ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, τουλάχιστον 10ετίας, με χαμηλούς συντελεστές που θα δημιουργήσουν ένα δίχτυ ασφαλείας για τους επενδυτές, αλλά ακόμη και για τους φορολογούμενους και τις επιχειρήσεις, που, εδώ που έχουμε φτάσει, ουσιαστικά δεν γνωρίζουν τι τους ξημερώνει τον επόμενο μήνα.
Η ανάπτυξη δεν πρόκειται να έρθει όσο η ιδιωτική πρωτοβουλία και η επιχειρηματικότητα θεωρούνται «εχθροί» που πρέπει να «πληρώσουν» για όλα τα στραβά. Αυτό, δυστυχώς, είναι το οικονομικό μοντέλο που μας οδηγεί μονίμως στην αποτυχία και όχι αυτό καθαυτό το μνημονιακό.