Στο μυαλό όλων μας, τα βραβεία Νόμπελ έχουν ταυτισθεί με επαναστατικά επιτεύγματα που βελτίωσαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, με μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα την ανακάλυψη της πενικιλίνης ή τα φάρμακα για ελονοσία και άλλες παρασιτικές ασθένειες, τα οποία ανέπτυξαν οι φετινοί τρεις νικητές του Νόμπελ Ιατρικής.
Του Κώστα Δεληγιάννη
Στο μυαλό όλων μας, τα βραβεία Νόμπελ έχουν ταυτισθεί με επαναστατικά επιτεύγματα που βελτίωσαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, με μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα την ανακάλυψη της πενικιλίνης ή τα φάρμακα για ελονοσία και άλλες παρασιτικές ασθένειες, τα οποία ανέπτυξαν οι φετινοί τρεις νικητές του Νόμπελ Ιατρικής.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, από την ιστορία του θεσμού δεν λείπουν και οι εξαιρέσεις, δηλαδή «σκοτεινές» σελίδες όπως η βράβευση της λοβοτομής ως θεραπείας της σχιζοφρένειας ή η επιλογή του Γερμανού Φριτς Χάμπερ για το Νόμπελ Χημείας του 1918, παρόλο που ο συγκεκριμένος επιστήμονας ήταν ο «πατέρας» των χημικών όπλων.
Για όσους μάλιστα θυμούνταν την περίπτωση του Χάμπερ, το Νόμπελ Ειρήνης του 2013, το οποίο απονεμήθηκε στον Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων, έμοιαζε σαν να «ξεπληρώνει» την απονομή που είχε γίνει 95 χρόνια νωρίτερα. Βέβαια, ο Χάμπερ κέρδισε τη διάκριση για τις μελέτες του στη σύνθεση της αμμωνίας, η οποία άνοιξε τον δρόμο για τα γεωργικά λιπάσματα. Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες αυτές γίνονταν παράλληλα με τη σύνθεση δηλητηριωδών αερίων για τα πεδία των μαχών.
Γι’ αυτό τον σκοπό, ο Χάμπερ είχε τεθεί επικεφαλής του αντίστοιχου τμήματος του στρατού της Γερμανίας. Ακόμη χειρότερα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο επιστήμονας επέβλεψε ο ίδιος στη μάχη της Ιπρ τη χρήση των αερίων που είχε συμβάλει να παρασκευασθούν.
Είναι χαρακτηριστικό πως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της Γερμανίας, «δεν περίμενε να κερδίσει το βραβείο. Περισσότερο φοβόταν ότι τον περίμενε το εδώλιο του στρατοδικείου», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Σουηδός χημικός Ίνγκερ Ίνγκμανσον, βιογράφος του Χάμπερ.
Πάλι το Νόμπελ Χημείας, και πάλι σε έναν Γερμανό επιστήμονα, αποτελεί μία ακόμη αμφιλεγόμενη επιλογή της επιτροπής. Αυτή τη φορά, ο αποδέκτης ήταν ο Ότο Χαν, ο οποίος τιμήθηκε τον Νοέμβριο του 1945 για την ανακάλυψη της πυρηνικής σχάσης.
Ωστόσο, τρεις μόλις μήνες πριν από την ανακοίνωση, η παγκόσμια κοινή γνώμη είχε γίνει μάρτυρας του αποκρουστικού «προσώπου» της σχάσης, που δεν είναι άλλο από την ατομική βόμβα, με την καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Η αλήθεια είναι πως ο Χαν δεν είχε πάρει μέρος σε κανένα πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων. Εντούτοις, είναι τουλάχιστον σοκαριστική η συγκυρία μέσα στην οποία έγινε η βράβευση.
Στην περίπτωση του Πορτογάλου νευρολόγου Έγκαζ Μονίζ, αμφιλεγόμενη ήταν η ίδια η ανακάλυψή του, δηλαδή η χρήση της λευκοτομής (όπως λεγόταν τότε η λοβοτομή) σε περιστατικά σχιζοφρένειας. Για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, οι γιατροί κατέστρεφαν τμήματα του εγκεφάλου των ασθενών, καταστρέφοντας όμως έτσι και σημαντικές νοητικές λειτουργίες.
Ο Μονίζ απέσπασε το Νόμπελ Ιατρικής το 1949, μία απόφαση που αρκετά χρόνια αργότερα υπερασπίστηκε ένα μέλος της τότε επιτροπής, υποστηρίζοντας πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης της σχιζοφρένειας. Ακόμη κι έτσι όμως, είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η βράβευση μιας «θεραπείας» που είχε τόσο τραγικές επιπτώσεις, όπως το γεγονός ότι οι ασθενείς έχαναν την επαφή με την πραγματικότητα και γίνονταν «φυτά».
Διάψευση του σκεπτικού βράβευσης, αν και δεκαετίες αργότερα, υπήρξε και στην περίπτωση του DDT, του μοναδικού εντομοκτόνου που έχει κερδίσει Νόμπελ. Το DDT ανακαλύφθηκε από τον Ελβετό Πολ Μίλερ, ο οποίος ήταν ο νικητής του Νόμπελ Ιατρικής το 1948.
Η τότε ανακοίνωση αναφερόταν στη δράση του DDT, και πιο συγκεκριμένα στην ικανότητά του να εξοντώνει τα παράσιτα που διαδίδουν την ελονοσία, καταπολεμώντας έτσι την ασθένεια. Έτσι, χάρις στο DDT, αρκετές χώρες όπως οι ΗΠΑ κατάφεραν να εξαλείψουν πλήρως την ελονοσία, μέσα στις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Παρ’ όλα αυτά, ήδη το 1962 συστάθηκε στις ΗΠΑ ένα συμβούλιο ειδικών για την αξιολόγηση των συνεπειών του, η οποία πρότεινε την απόσυρση του εντομοκτόνου. Η δημιουργία του συμβουλίου έγινε επειδή είχαν αρχίσει να γίνεται ορατή η επίδραση στο περιβάλλον, όπως για παράδειγμα το ότι είναι τοξικό για τα ψάρια και μειώνει τον πληθυσμό των πουλιών.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το DDT άρχισε να απαγορεύεται σε ολοένα περισσότερες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Στην πορεία, αποδείχθηκε πως επηρεάζει το ενδοκρινικό σύστημα του ανθρώπου, με συνέπεια να ενοχοποιείται για την εμφάνιση καρκίνου.