Πτωχή αγρότισσα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται βιομηχανική δύναμη... Στη χώρα του Αϊ-Βασίλη δεν πολυπιστεύουν στα παραμύθια, ίσως γιατί διαχειρίζονται θέματα πολύ σκοτεινά, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Πτωχή αγρότισσα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται βιομηχανική δύναμη... Στη χώρα του Αϊ-Βασίλη δεν πολυπιστεύουν στα παραμύθια, ίσως γιατί διαχειρίζονται θέματα πολύ σκοτεινά.
Σκιές και ψίθυροι υπάρχουν και στην εξέλιξη του φινλανδικού οικονομικού μοντέλου, επανορθώσεις, χρέη και καθόλου κλέη. Το σοκ, όμως, της μεγάλης κρίσης του 1990, δεν οδήγησε σε δυναμική χρήση της Vihta, ενός μάτσου από φύλλα σημύδας που συνηθίζεται στα θερμόλουτρα. Οι Φινλανδοί περιόρισαν μεν τις δημόσιες δαπάνες, αλλά όχι αυτές για την παιδεία, την έρευνα και τη στήριξη των ανέργων.
Κάπως έτσι από τα φινόκια πέρασαν στη Νokia, που μπορεί να μην αισθάνεται καλά τελευταία, αλλά η ιδέα της επένδυσης στην έρευνα και την τεχνολογία συντηρείται ακμαία. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, σε R&D αφιέρωσε το 3,9% του ΑΕΠ της την περίοδο 2000-2004, το 3,8% στο διάστημα 2005-2009 και το 3,55% στην πενταετία 2010-2014, ένεκα της χρηματοπιστωτικής που εξελίχθηκε σε ευρωπαϊκή κρίση.
Για την Ελλάδα τα ποσοστά στα δύο τελευταία χρονικά διαστήματα είναι 0,67% και 0,69%.
Οι αντίθετες πορείες δεν γεννούν απορίες για τα παραγόμενα αποτελέσματα. Παράλληλοι δρόμοι, άλλοι κόσμοι. Στήριξη της επιχειρηματικότητας, εξωστρεφής προσανατολισμός από τη μία, γραφειοκρατικά εμπόδια και εξαγωγή επιστημόνων από την άλλη και η ανάπτυξη σε παραζάλη.
Δεν ξέρω αν η Ελλάδα παράγει πολύ περισσότερους πτυχιούχους από όσους χρειάζεται ή αν η μειωμένη ζήτηση επιστημόνων οφείλεται στο ότι οι επιχειρήσεις δεν έχουν καταφέρει να μετακινηθούν στην αλυσίδα παραγωγής, ώστε να παράγουν πιο σύνθετα προϊόντα και υπηρεσίες έντασης γνώσης και τεχνολογίας.
Ξέρω, όμως, γιατί φύτρωναν σχολές και τμήματα και έμεναν όλοι ευχαριστημένοι, κουκουλώνοντας προβλήματα.
Δεν ξέρω αν προετοιμάζουμε μια νέα γενιά μορφωμένων ταξιτζήδων, όπως εκτιμά ο ακαδημαϊκός Σταμάτης Κριμιζής σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ, αλλά ξέρω ότι ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα ο Βρετανός περιηγητής Αμποτ έγραψε ότι οι Ελληνες έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό σε σπουδαγμένους ανθρώπους που σπάνε χαλίκια στους δρόμους.
Το «κλειδί» είναι οι δρόμοι να οδηγούν κάπου αλλού. Οταν λέω «αλλού» δεν το λέω μόνο τοπικά και γεωγραφικά, αλλά το να κάνεις κάτι με διαφορετικό τρόπο.