Στην Ελλάδα της κρίσης η επικρατούσα αντίληψη προωθεί την ιδέα της εθνικής αντίστασης με όχημα δύο όρους οι οποίοι μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο. Πρόκειται για το «χρέος» και τη «λιτότητα», γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Στην Ελλάδα της κρίσης η επικρατούσα αντίληψη προωθεί την ιδέα της εθνικής αντίστασης με όχημα δύο όρους οι οποίοι μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο. Πρόκειται για το «χρέος» και τη «λιτότητα».
Το πολιτικό σύστημα αφιερώνει έτσι όλες τις δυνάμεις του σε μια προσέγγιση η οποία αποπροσανατολίζει τη δημόσια ατζέντα από δύο άλλες, αντιθέτως ξεχασμένες, έννοιες. Πρόκειται για τις «επενδύσεις» και τις «δουλειές».
Αν κάποιος χρωστάει 5.000 ευρώ και μείνει άνεργος, το τελευταίο που τον ενδιαφέρει είναι αν εξακολουθεί να χρωστάει 5.000 ευρώ. Ζητούμενο για εκείνον είναι να βρει το γρηγορότερο μια δουλειά, η οποία θα του εξασφαλίσει τα προς το ζην. Θα του δώσει δε τη δυνατότητα να αποπληρώσει με έναν διακανονισμό και το χρέος του. Επιπλέον, δεδομένου ότι θα έχει εισόδημα, δεν θα δημιουργήσει νέες υποχρεώσεις απέναντι στον πιστωτή.
Οικονομολόγοι διαφόρων κατευθύνσεων αναγνωρίζουν ότι ακόμη και η πλήρης διαγραφή του δημόσιου χρέους μέσα σε μία νύχτα δεν θα έκλεινε τις μαύρες τρύπες της ελληνικής οικονομίας και σίγουρα δεν θα έλυνε το παραγωγικό πρόβλημα. Θα οδηγούσε δηλαδή σύντομα στη δημιουργία νέου χρέους.
Η Ελλάδα είναι πιθανώς η μοναδική χώρα στον κόσμο η οποία στο ερώτημα «πώς θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας» απαντά «με το κούρεμα του χρέους». Είναι σίγουρα η μοναδική χώρα στον κόσμο με πρωθυπουργό ο οποίος στο ερώτημα αν στην πατρίδα του «ένας επενδυτής θα πάρει τα λεφτά του πίσω» δεν απαντά καν. Αυτό όμως συμβαίνει όταν οι έννοιες «επενδύσεις» και «δουλειές» ηχούν σαν άγνωστες λέξεις.
Την περίοδο 2007-2014, οι επενδύσεις στην Ελλάδα περιορίστηκαν 70%. Από 62 δισ. το 2007 μειώθηκαν σε 18 δισ. το 2014. Προκειμένου η χώρα να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επενδύσεων, στο 20% του ΑΕΠ, κατά προσέγγιση χρειάζεται επενδυτικά κεφάλαια της τάξης των 15 δισ. ετησίως.
Σε μια χώρα η οποία θα έδινε προτεραιότητα στην εποικοδομητική επίλυση προβλημάτων, παρά στη μικροπολιτική διαχείριση, η συζήτηση θα περιστρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τους τρόπους αύξησης επενδύσεων και θέσεων εργασίας, με στόχο τη μείωση της ανεργίας και τη διασφάλιση συντάξεων.
Μια στοιχειώδης χρονική περίοδος πολιτικής σταθερότητας, σε συνδυασμό με την υλοποίηση της στρατηγικής η οποία θα εξαντλήσει τα περιθώρια εξορθολογισμού του κράτους, θα μεταρρυθμίσει το αρτηριοσκληρωτικό θεσμικό πλαίσιο και θα προσφέρει χειροπιαστά κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων, είναι ικανή να θέσει σε λειτουργία την ελληνική μηχανή παραγωγής με στόχο την οικονομική αυτονομία. Εκείνη με τη σειρά της θα συνδράμει και στην εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων.
Θα αποκτήσουμε σταθερή φορολόγηση; Θα περικόψουμε δαπάνες του κράτους για τη διατήρηση πελατειακών κεκτημένων, αντί να περικόπτουμε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων; Θα γίνουμε πρακτικοί στην αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας; Θα μεταβούμε σε μια οικονομία υψηλής τεχνολογίας;
Τουλάχιστον, ας το συζητήσουμε.