Μέσα στην κατάμεστη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής ο Νορβηγός συγγραφέας, Τζο Νέσμπο, συνομίλησε με το αθηναϊκό κοινό με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου του «Περισσότερο αίμα».
Μέσα στην κατάμεστη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, ο Νορβηγός συγγραφέας, Τζο Νέσμπο, συνομίλησε με το αθηναϊκό κοινό, με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου του «Περισσότερο αίμα». Δηλώνοντας επηρεασμένος από τον Ντοστογιέφσκι, τον Χέμινγουεϊ και τον Μπουκόφσκι μίλησε για τα πράγματα που τον εμπνέουν, για το Όσλο και για την αστυνομική λογοτεχνία.
«Στα περισσότερα βιβλία μου γράφω για το Όσλο, που πριν από 30 χρόνια ήταν υπεράνω πάσης υποψίας. Σήμερα το Όσλο είναι μια από τις χειρότερες πόλεις της Ευρώπης κι εγώ προτιμώ τα σκοτεινά του κομμάτια, τα οποία κάνω ακόμα πιο σκοτεινά και μπερδεμένα. Υπάρχουν γειτονιές του Όσλο εντελώς άγνωστες για τον περισσότερο κόσμο. Αυτές οι γειτονιές πρωταγωνιστούν στα μυθιστορήματά μου».
Ύστερα από μια εντυπωσιακή είσοδο στην αίθουσα του Μεγάρου, με το πολυπληθές ακροατήριο να τον καταχειροκροτεί ενθουσιασμένο, ο Νέσμπο μίλησε όχι μόνο για τα δικά του αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά γενικότερα για τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία: «Οι αστυνομικοί συγγραφείς της Σκανδιναβίας είναι υποχρεωμένοι στις ημέρες μας να μιλήσουν για σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, κάτι που παλιότερα ανήκε στις αρμοδιότητες της μη αστυνομικής λογοτεχνίας. Πολλά σκανδιναβικά μυθιστορήματα καταπιάνονται με τα προβλήματα που άλλαξαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών τις κοινωνίες μας. Ένα από τα σημαντικότερα είναι η μετανάστευση και η συνακόλουθη κοινωνική ανομοιογένεια, που ξεκίνησαν ήδη από το 1970. Με την πάροδο των ετών, η κατάσταση οξύνθηκε και τίποτε δεν έχει λυθεί μέχρι τώρα. Αν, όμως, με ρωτήσετε πιστεύω πως η Νορβηγία έχει εκ των πραγμάτων ανοίξει τις πύλες της στον κόσμο και είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την πολυφωνία και την πολυπολιτισμικότητα».
Ερωτώμενος για τον τρόπο με τον οποίο γράφει, ο Νέσμπο είπε πως όλα ξεκινούν από τις σημειώσεις του στο πρόχειρο: «Αρχίζω με κάποιες σκηνές και με περιγραφές των χαρακτήρων χωρίς να ξεχνώ τους διαλόγους. Εν συνεχεία καταστρώνω μια περίληψη που θα μου χρησιμεύσει ως σκελετός της πλοκής. Πάνω σ' αυτό το υλικό θα στηρίξω κατόπιν ολόκληρο το βιβλίο, αλλά η διαδικασία του πρόχειρου μπορεί να μου πάρει από έξι μήνες μέχρι ενάμιση χρόνο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, όμως, η ιστορία μου έχει προετοιμαστεί σωστά και όταν ολοκληρώνεται μπορώ να ενθαρρύνω τους αναγνώστες να την εμπιστευτούν γιατί έχει πολλά και σημαντικά να τους πει. Όταν γυρίζει μια ταινία ο σκηνοθέτης έχει στη διάθεσή του διάφορα πράγματα: εικόνες, ήχο, σενάριο. Ο συγγραφέας έχει μόνο τον λόγο του και πρέπει να σκηνοθετήσει τον εαυτό του. Όσο για τον λόγο, οφείλει να αφαιρεί και όχι να προσθέτει».
«Δεν επηρεάστηκα από αστυνομικούς συγγραφείς, αλλά από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, κ.ά, ενώ αγαπημένο μου συγκρότημα όλων των εποχών είναι οι Beatles», είπε ο Νέσμπο.
Νωρίτερα, στη συνάντηση που είχε με τους δημοσιογράφους, ο Νέσμπο εξομολογήθηκε πως όλοι οι μυθιστορηματικοί του χαρακτήρες έχουν κάτι το αυτοβιογραφικό: «Ο συγγραφέας αντλεί από την προσωπική του εμπειρία για να εργαστεί κι όταν τελειώνει τη λογοτεχνική του εργασία έχει ανακατασκευάσει και την προσωπική του εμπειρία».
Ο Νέσμπο μίλησε, επίσης, για την πορεία την οποία ακολούθησε μέχρι να γίνει συγγραφέας: «Ένα ατύχημα με απέτρεψε από το να κάνω καριέρα ως ποδοσφαιριστής. Τότε έπρεπε να αλλάξουν όλα, αλλά εγώ σπούδασα οικονομικά. Μου άρεσαν, όμως, πολύ η μουσική, το διάβασμα και το γράψιμο. Όταν συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου άρεσαν τα δύο τελευταία, άρχισα να γράφω αστυνομικά».