Βρετανοί επιστήμονες ζήτησαν το «πράσινο» φως από την αρμόδια αρχή της χώρας, ώστε να πραγματοποιήσουν γενετικά πειράματα σε ανθρώπινα έμβρυα. Αν τελικά τους δοθεί η άδεια, τότε θα είναι η δεύτερη φορά παγκοσμίως που θα πραγματοποιηθεί γενετική τροποποίηση ανθρώπινων εμβρύων, αφού τον περασμένο Απρίλιο Κινέζοι επιστήμονες ανακοίνωσαν ένα αντίστοιχο πείραμα για ερευνητικούς σκοπούς.
Του Κώστα Δεληγιάννη
Βρετανοί επιστήμονες ζήτησαν το «πράσινο» φως από την αρμόδια αρχή της χώρας, ώστε να πραγματοποιήσουν γενετικά πειράματα σε ανθρώπινα έμβρυα. Αν τελικά τους δοθεί η άδεια, τότε θα είναι η δεύτερη φορά παγκοσμίως που θα πραγματοποιηθεί γενετική τροποποίηση ανθρώπινων εμβρύων, αφού τον περασμένο Απρίλιο Κινέζοι επιστήμονες ανακοίνωσαν ένα αντίστοιχο πείραμα για ερευνητικούς σκοπούς.
Όπως στην περίπτωση των ερευνητών από την Κίνα, έτσι και οι Βρετανοί επιστήμονες ζητούν να χρησιμοποιήσουν έμβρυα που έχουν περισσέψει σε τράπεζες εξωσωματικής γονιμοποίησης, τα οποία όχι μόνο δεν πρόκειται να εμφυτευθούν σε γυναίκες, αλλά και δεν θα αναπτυχθούν για περισσότερο από δύο εβδομάδες.
Παρόλο που η παρέμβαση στο DNA θα γίνει καθαρά για ερευνητικούς λόγους, και από τα έμβρυα δεν θα γεννηθούν γενετικά τροποποιημένα παιδιά, ειδικοί από όλο τον κόσμο ζητούν, τουλάχιστον προς το παρόν, να απαγορευθούν τέτοια πειράματα. Οι ειδικοί αυτοί υποστηρίζουν πως, σε αντίθετη περίπτωση, η κοινή γνώμη θα στραφεί εναντίον και άλλων, λιγότερο αμφιλεγόμενων εφαρμογών γενετικής τροποποίησης, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επαναστατικές νέες θεραπείες.
Επικεφαλής της βρετανικής ομάδας είναι η Κάθι Νιάκαν, ειδική στα βλαστοκύτταρα από το Ινστιτούτο Francis Crick στο Λονδίνο. Η Νιάκαν ζητά με τους συναδέλφους της την άδεια από την Αρχή Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας (HFEA), ώστε με την παρέμβαση στο γενετικό υλικό των εμβρύων να βρει τις γονιδιακές αιτίες πίσω από τις αποτυχημένες εγκυμοσύνες.
«Οι γνώσεις που θα αποκτήσουμε θα είναι πολύ σημαντικές για να κατανοήσουμε την ανάπτυξη των υγιών εμβρύων, αλλά και τους λόγους των αποβολών. Δεν “γλιστρά” προς κάποια επικίνδυνη κατεύθυνση, δηλαδή τη δημιουργία “μωρών κατά παραγγελία”, αφού έτσι κι αλλιώς η Βρετανία έχει ένα πολύ αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο για τέτοιου είδους εφαρμογές», δήλωσε στον Guardian.
Με δεδομένο ότι η αγγλική νομοθεσία επιτρέπει τα πειράματα σε ανθρώπινα έμβρυα, υπό τον όρο πως θα καταστρέφουν μέσα σε 14 ημέρες, η εφημερίδα αναφέρει πως η HFEA αναμένεται να κάνει δεκτό το αίτημα των επιστημόνων, όταν το εξετάσει. Από τη μεριά τους, οι επιστήμονες δηλώνουν πως, μόλις πάρουν το «πράσινο φως», θα ξεκινήσουν αμέσως τα πειράματα.
Σε αυτά, η Νιάκαν με τους συναδέλφους της θα χρησιμοποιήσουν μία μέθοδο τροποποίησης που ονομάζεται Crispr-Cas9 και κερδίζει ολοένα περισσότερο έδαφος στη γενετική. Η τεχνική επινοήθηκε πριν από τρία χρόνια και βασίζεται στο ένζυμο CAS9, χάρις στο οποίο οι επιστήμονες μπορούν να παρέμβουν με ακρίβεια στο γενετικό υλικό, με σκοπό να αφαιρέσουν ή να αντικαταστήσουν ένα ελαττωματικό γονίδιο.
Η Crispr-Cas9 είναι φθηνή, εύκολη και αποτελεσματική. Έτσι, θα δώσει τη δυνατότητα στους Βρετανούς ερευνητές να πειραματισθούν απενεργοποιώντας και ενεργοποιώντας μια σειρά από γονίδια στα έμβρυα, ώστε να βρουν πώς επηρεάζεται ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων που σχηματίζουν τον πλακούντα.
Παρά πάντως τα πλεονεκτήματα της μεθόδου και την απήχηση που έχει κερδίσει στην επιστημονική κοινότητα, ορισμένοι ειδικοί θεωρούν πως τα σχέδια για ανάλογες δοκιμές προχωρούν προχωρά πολύ γρήγορα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ζητήματα δεοντολογίας και ηθικές ενστάσεις. Ενδεικτικά, ο Έντουαρντ Λάνιπερ, πρόεδρος της Συμμαχίας για την Αναγεννητική Ιατρική, ανέφερε μαζί με τρεις συναδέλφους του στο περιοδικό Nature, τον περασμένο Μάρτιο, ότι θα πρέπει να επιβληθεί διεθνές μορατόριουμ ακόμη και για τα πειράματα βασικής έρευνας.
Σύμφωνα με τον Λάνιπερ, ο λόγος είναι πως τέτοια πειράματα μπορεί να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση της κοινής γνώμης, η οποία θα στραφεί εναντίον όλων των εφαρμογών γενετικής τροποποίησης – ακόμη κι αν αυτές οι εφαρμογές δεν αφορούν έμβρυα, αλλά τη «στοχευμένη» παρέμβαση στο κυτταρικό υλικό ανθρώπων που νοσούν από ασθένειες όπως ο καρκίνος ή το AIDS.
Άλλοι γενετιστές ισχυρίζονται αντίθετα πως τα πειράματα βασικής έρευνας θα πρέπει να συνεχισθούν. Ζητούν όμως να απαγορευθεί προληπτικά η χρήση της γενετικής παρέμβασης για κλινικούς λόγους, δηλαδή για να αντικατασταθούν ελαττωματικά γονίδια σε έμβρυα που βρίσκονται στις πρώτες εβδομάδες ζωής τους, και πρόκειται να γεννηθούν.
Κι αυτό γιατί, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει πως δεν θα υπάρξουν παρενέργειες στην ανάπτυξη των παιδιών που θα προκύψουν ή ακόμη και στους απογόνους τους, αφού οι μεταλλάξεις θα «περάσουν» και στο σπέρμα ή τα ωάριά τους.
Όπως είναι φυσικό, όλη η επιστημονική κοινότητα εκφράζει ανησυχίες για το κατά πόσο η Crispr-Cas9 θα ανοίξει επίσης τον δρόμο για τη δημιουργία «μωρών κατά παραγγελία», δηλαδή εμβρύων που έχουν τροποποιηθεί γενετικά όχι για τη θεραπεία κάποιας ασθένειας, αλλά για να αποκτήσουν τα εξωτερικά ή διανοητικά χαρακτηριστικά που επιθυμούν οι γονείς τους. Ένα ενδεχόμενο που ζητούν να αποκλεισθεί εκ των προτέρων.