«Η ένταση των τραπεζικών κρίσεων των τελευταίων δεκαετιών συχνά ανάγκασε τις κυβερνήσεις σε άμεση παρέμβαση για την ανάταξη του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των καταθετών. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των κρίσεων ήταν η υπέρμετρη διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», αναφέρεται σε μελέτη που δημοσιεύεται στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
«Η ένταση των τραπεζικών κρίσεων των τελευταίων δεκαετιών συχνά ανάγκασε τις κυβερνήσεις σε άμεση παρέμβαση για την ανάταξη του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των καταθετών. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των κρίσεων ήταν η υπέρμετρη διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», αναφέρεται σε μελέτη που δημοσιεύεται στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
Η μελέτη παρουσιάζει τις δύο εναλλακτικές μορφές παρέμβασης για την αναδιάρθρωση των προβληματικών χαρτοφυλακίων. Την «εκτός ισολογισμού παρέμβαση», τη μεταβίβαση δηλαδή όλων των προβληματικών στοιχείων των τραπεζών σε μια «κακή τράπεζα» και την κεντρική διαχείρισή τους από εξειδικευμένη εταιρία και την «εντός ισολογισμού παρέμβαση», την απομόνωση δηλαδή των προβληματικών στοιχείων εντός του ισολογισμού των τραπεζών και τη διαχείρισή τους από εξειδικευμένες μονάδες ή θυγατρικές των ίδιων των τραπεζών, με τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων.
Η μελέτη αναλύει τη διεθνή εμπειρία από την εφαρμογή αντίστοιχων πολιτικών και εξετάζει υπό ποιες συνθήκες η κάθε μορφής παρέμβαση επιτρέπει την αποτελεσματικότερη διαχείριση των προβληματικών χαρτοφυλακίων και εξασφαλίζει την ταχύτερη αποκατάσταση της χρηματοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζών.
Διαπιστώνεται ότι το τελευταίο διάστημα προκρίνεται συνήθως η «εκτός ισολογισμού» προσέγγιση. Η απαλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συντελεί στην ταχεία αποκατάσταση των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων των τραπεζών, ενώ μια «κακή τράπεζα» μπορεί να εκμεταλλευθεί οικονομίες κλίμακας στη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων. Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε άμεσα διαθέσιμη η αναγκαία τεχνογνωσία και εμπειρία, ενώ απαιτείται η διασφάλιση συνθηκών διαφάνειας και λογοδοσίας.
Από την άλλη πλευρά, η διαχείριση των προβληματικών στοιχείων εντός της κάθε τράπεζας πλεονεκτεί κατά το ότι διατηρείται η συνέχεια της τραπεζικής σχέσης με ιδιώτες και επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η σχέση βασίζεται σε υγιείς τραπεζικές πρακτικές. Μειονεκτεί λόγω του ότι ενέχει μειωμένα κίνητρα για εξυγίανση, ως αποτέλεσμα τόσο της επιθυμίας να μη διαταραχθεί η τραπεζική σχέση, όσο και των αντικειμενικών δυσκολιών που προκύπτουν στην εφαρμογή ενός διαφορετικού επιχειρηματικού μοντέλου διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Οι δυσκολίες αυτές είναι αντιμετωπίσιμες, εφόσον το νομικό πλαίσιο διευκολύνει την ταχεία λήψη αποφάσεων και σέβεται τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Πηγή: ΑΜΠΕ