Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην τριμηνιαία έκθεσή του.
Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην τριμηνιαία έκθεσή του:
Οι αιτίες είναι πολλές: Η εκλογική διαδικασία πρώτα και, στη συνέχεια, η μη συμφωνία με τους θεσμούς (=τρόικα) επηρέασε τελικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή τον Φεβρουάριο, τους καταναλωτές. Παράλληλα ο συνδυασμός της φειδωλής παροχής ρευστότητας από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) και της αυξημένης εκροής καταθέσεων που οδηγούσε σε αποθησαύριση του χρήματος επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Γεγονός είναι ότι συνεχίσθηκε το κλείσιμο επιχειρήσεων και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται πάλι, ενώ οι διάφορες εκκρεμότητες άρχισαν να απειλούν και τον τουρισμό. Εν ολίγοις, η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την υφεσιακή τροχιά.
Η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, η λήξη του προγράμματος προσαρμογής (τέλος Ιουνίου 2015), η διακοπή της αποπληρωμής δανείων στο ΔΝΤ και η προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, η συνακόλουθη ανασφάλεια που προκλήθηκε, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων, η οποία σε συνδυασμό με τη διακοπή ρευστότητας από τον ELA, είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το οικονομικό κόστος στο οποίο προστέθηκε και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Προς στιγμή, η χώρα φάνηκε να βαδίζει προς μια χαοτική χρεοκοπία. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή (15.7.2015) η χώρα βρέθηκε, αντιμέτωπη με το δίλημμα ή να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία με τους εταίρους, όπως και έγινε τελικά στις 12 Ιουλίου, ή να χρεοκοπήσει και να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης αποκομμένη από τους μηχανισμούς αλληλεγγύης της ΕΕ.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) είχε εξ αρχής υποστηρίξει (πριν και μετά από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015) ότι έπρεπε να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατό συμφωνία με τους θεσμούς. Επίσης, σε προηγούμενες εκθέσεις μας είχαμε υποστηρίξει ότι ήταν απαραίτητο ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης, που θα εξασφάλιζε τις χρηματοδοτικές ανάγκες τις χώρας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, στο βαθμό που δεν ήταν εφικτή η προσφυγή στις αγορές. Όπως αναφέραμε επίσης, το πρόγραμμα αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και με αναδιάρθρωση του χρέους. Σειρά κειμένων που παρουσίασε διαδοχικά η ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις έδειχναν επίσης ότι οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και εταίρων μειώνονταν. Κατά τη γνώμη μας, μια ταχεία κατάληξη σε συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) πάνω σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο θα αποτελεί “ιδιοκτησία” της ελληνικής πλευράς και κοινωνίας, παρά τις πολιτικές – ιδεολογικές δυσκολίες, ήταν και παραμένει σε όρους γενικής ευημερίας προτιμότερη από την παράταση της εκκρεμότητας ή και από μια ενδεχόμενη άτακτη χρεοκοπία. Είναι δηλαδή προτιμότερη ακόμα και με καθαρά οικονομικά κριτήρια.
Σημειώναμε ότι οι συσχετισμοί δύναμης ήταν εξ αρχής δυσμενείς για την Ελλάδα.
H δια-πραγματευτική θέση της χώρας μας δεν ενισχύθηκε με την παρατεταμένη διαπραγμάτευση, με τις τράπεζες κλειστές, την οικονομία σε ύφεση, τη δημόσια οικονομία σε ακαταστασία, την εμπιστοσύνη να έχει χαθεί (αν και όχι μόνο με ελληνική ευθύνη) και τα μηχα-νήματα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) να αδειάζουν γρήγορα.
Δεν πρέπει όμως να αγνοήσουμε ότι το μεγάλο ερώτημα δεν έχει ακόμα απαντηθεί, αν δηλαδή συνολικά η πολιτική προσαρμογής μπορεί να ολοκληρωθεί ή πετύχει υπό την πίεση του εξωτερικού παράγοντα που λέγεται «θεσμοί». Ελπίζουμε ότι θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ και ότι δεν θα επαναληφθεί ο πόλεμος τριβής στις συνεχείς διαβουλεύσεις πριν και μετά το νέο πρόγραμμα προσαρμογής. Όμως, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα όποια αποτελέσματα επιτυγχάνονται, δεν θα είναι μόνιμα αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται.
Επίσης, η κοινωνία δεν θα τα αποδεχθεί όσο η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται. Σημαντικές, πηγές ανησυχίας για την επιτυχία, αποτελούν, η οριακή κατάσταση που βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του και η εξάντληση του κοινωνικού σώματος από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της κρίσης που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία από το 2010.
Το καλό νέο: Η προκαταρκτική συμφωνία για τα επόμενα βήματα
Η δήλωση της Συνόδου Κορυφής6 καθόρισε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη για να επιτευχθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες μια νέα τριετής συμφωνία με χρηματοδοτική στήριξη και πρό-γραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ στη βάση του προβλεπόμενου «μνημονίου συνεννόησης» (Memorandum of Understanding). Περιλαμβάνει όμως προαπαιτούμενα και χρηματοδοτική κάλυψη επειγουσών αναγκών («χρηματοδοτική γέφυρα»). Στο πλαίσιο αυτό θα χορηγηθεί νέο δάνειο στην Ελλάδα (βλ. πιο κάτω) , στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά που δεν αξιοποιήθηκαν του προηγούμενου (δεύτερου) προγράμματος («μνημονίου»).
Επομένως είναι μια συμφωνία για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία εντός αφόρητα στενών προθεσμιών. Και ασκεί μεγάλη πίεση στο πολιτικό μας σύστημα. Μέχρι να φθάσουμε στο νέο «μνημόνιο συνεννόησης» οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές γιατί μετά τα προαπαιτού-μενα, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργασθεί με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών για να συγκεκριμενοποιήσει προτάσεις (μαζί με ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα για νομοθέτηση και υλοποίηση) σε πολύπλοκα θέματα όπως το ασφαλιστικό και οι εργασιακές σχέσεις. Σε όλα αυτά υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής. Οι τελικές επιλογές θα αποτυπωθούν στο νέο μνημόνιο συνεννόησης με τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ.
Μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής, η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εξωτερικό. Μετά τη συμφωνία και την έναρξη διαδικασιών εφαρμογής της, έχει να αντιμετωπίσει και ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εσωτερικό της χώρας, αφού το προηγούμενο διάστημα συντηρούσε ανεδαφικές, όπως αποδείχθηκε με βάση το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, προσδοκίες, που εκδηλώθηκαν εκκωφαντικά στο 62% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Αυτό το εσωτερικό πρόβλημα αξιοπιστίας μπορεί να έχει πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι η απόφαση του πρωθυπουργού να καταλήξει σε συμφωνία αποτελεί πράξη ευθύνης - λαμβάνοντας ως δάνειο τον όρο από τον Max Weber. Αντίστοιχα, πράξη ευθύνης αποτελεί και η στήριξη που παρείχαν κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το προσύμφωνο της 12ης Ιουλίου χαρακτηρίζεται από μια προφανή εγγενή ασυμμετρία: Τα φορολογικά και άλλα μέτρα έχουν υφεσιακό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις, που θα εξουδετέρωναν αυτές τις επιπτώσεις, αποδίδουν μόνο σε βάθος χρόνου και μάλιστα υπό τον όρο ότι θα έχουμε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Συναφώς, εκκρεμούν αλλαγές στο μέγεθος και τις δομές του κράτους (π.χ. κατάργηση οργανισμών και ολόκληρων τμημάτων που δεν έχουν σήμερα λόγο ύπαρξης) καθώς και αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και συναφώς της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Επίσης, όπως επισημαίνει και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του, πρέπει να καθιερωθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα επιτάχυναν τους σχετικούς ελέγχους, να εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια πολιτικών προϊσταμένων να παρεμβαίνουν με την επίκληση της λεγόμενης «πολιτικής βούλησης», να γίνεται ουσιαστική αξιολόγηση των δημοσίων φορέων και του ανθρώπινου δυναμικού τους κλπ. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο και προσωπικό.
Τέλος, η συμμετοχή στο πρόγραμμα Juncker για την ανάπτυξη θέλει χρόνο για να οργανωθεί και να αποδώσει. Εξαρτάται μάλιστα εν πολλοίς από τον ίδιο τον ιδιωτικό τομέα και την πλευρική στήριξη της Πολιτείας. Όμως, παρά ταύτα, η προκαταρκτική συμφωνία θα πρέπει να κριθεί στο σύνολό της, όπως τονίζει και ο υπουργός οικονομικών Ε. Τσακαλώτος.
Στο πλαίσιο Ι, στο τέλος της ενότητας αυτής, παραθέτουμε τα κύρια σημεία της Δήλωσης- Συμφωνίας.
Κρίσιμες για την επιτυχία της νέας συμφωνίας, θα είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία θα συνεχισθεί όταν, μετά τα προαπαιτούμενα, αρχίσει η συγκεκριμενοποίησή τους που θα επιτρέψει τη διαπραγμάτευση ενός νέου «μνημονίου κατανόησης» (Memorandum of Understanding, MoU) με τους θεσμούς στο πλαίσιο του ΕΜΣ. Ο δρόμος είναι μακρύς. Το μείζον διακύβευμα ήταν και παραμένουν οι βαθιές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, των ιδιωτών και στις μεταξύ τους σχέσεις, τα οποία εν συνόλω καθορίζουν την οικονομία.
Επιπλέον, τονίζουμε τα εξής:
Από θεσμική άποψη η συμφωνία της 12ης Ιουλίου ισοδυναμεί με «μερική αλλαγή καθεστώτος», με την έννοια ότι θα εξαλειφθούν οι παθογένειες του σημερινού προτύπου θεσμικής οργάνωσης της οικονομίας το οποίο αποτυγχάνει τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό (με ή χωρίς μνημόνια, π.χ. νέος κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ασφαλιστικό, τριγωνικές συναλλαγές, φορολογικό σύστημα, μηχανισμοί είσπραξης και ελέγχου φόρων και εισφορών, φορολόγηση πλούτου ala Bofinger, περιουσιολόγιο, καθεστώς προμηθειών και διαγωνισμών στο δημόσιο με έλεγχο ποιότητας, οργάνωση κοινωνικής οικονομίας ). Αν τώρα πραγματοποιηθούν με συνέπεια, έστω υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, τότε οι εσωτερικές δομές τη χώρας σε Δημόσια Διοίκηση, Δικαιοσύνη, φορολογικούς θεσμούς, ρυθμιστικό σύστημα των αγορών κλπ. θα προσαρμοσθούν στα δεδομένα της ΕΕ και θα επιτρέψουν την επιστροφή σε διατηρήσιμη (δηλαδή όχι πρόσκαιρη) ανάπτυξη, σε συνδυασμό βεβαίως με την περαιτέρω ροή εξωτερικών πόρων για την ανάπτυξη. Άλλως, το βάρος θα πέσει πάλι στη μείωση των μισθών που επιδρά δυσμενώς στις μακροπρόθεσμες προοπτικές. Κατά τη γνώμη μας, η ελληνική οικονομία και κοινωνία έχει ανεκμετάλλευτες αναπτυξιακές δυνατότητες που θα αξιοποιηθούν μετά από μια (επώδυνη πάντως) διαδικασία προσαρμογής σε συνδυασμό με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης.
Σε βραχυχρόνια οπτική αναμένουμε, υιοθετώντας τη συμβατική οικονομική προσέγγιση, ότι, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης (στο βαθμό που θα επιτευχθεί γοργά) και την επιταχυμένη εισροή πόρων της Ένωσης, θα συγκρατηθεί η πτώση του ΑΕΠ εφέτος και πολύ περισσότερο το 2016 γιατί, απλά, και η καταναλωτική ζήτηση θα σταθεροποιηθεί και μέρος τουλάχιστον των αποταμιεύσεων θα επιστρέψει στις τράπεζες. Βέβαια η αισιόδοξη αυτή προοπτική δεν θα επιβεβαιώνεται όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, και η συ-νακόλουθη ελληνική και διεθνής πολιτική αναταραχή που συνοδεύει αυτήν την διαπραγμάτευση. Η επενδυτική δραστηριότητα, διστακτικά έστω, θα αναθερμανθεί όχι μόνο λόγω ζήτησης, αλλά και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων (κατά το βαθμό που θα συνοδεύονται από ε-πενδύσεις) και άλλων μεταρρυθμίσεων που θα μειώσουν τη σημερινή αβεβαιότητα. Οι κίνδυνοι δεν είναι εγγενώς οικονομικοί, αλλά πολιτικοί. Το κύριο πρόβλημα επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η Ευρώπη δρώντας ως παίκτης που αποστρέφεται ισχυρά τον “ηθικό κίν-δυνο”, ενισχύει τον “πολιτικό κίνδυνο. Το ερώτημα είναι, με άλλα λόγια, αν θα αντέξει η πολιτική.
Ήδη πάντως, μετά την ψήφιση των προαπαιτούμενων
Ολόκληρη η έκθεση εδώ