Στασιμότητα παρουσίασε η εγχώρια αγορά των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων κατά το 2004, μετά από δύο χρονιές πτώσης (2002 και 2003), σύμφωνα κλαδική μελέτη της ICAP.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ο εισερχόμενος τουρισμός και συγκεκριμένα οι αλλοδαποί τουρίστες, οι οποίοι επισκέπτονται τη χώρα μας κυρίως τους θερινούς μήνες για παραθερισμό, αποτελούν τον κύριο τροφοδότη των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Το ύψος των τουριστικών εισπράξεων για τη χώρα μας το 2004 διαμορφώθηκε σε 10.347,8 εκατ. ευρώ.
Σε ολόκληρη τη χώρα, το 2004 λειτούργησαν 8.899 ξενοδοχειακές μονάδες με 668.271 κλίνες, το δε μεγαλύτερο μερίδιο, όσον αφορά το συνολικό πληθυσμό των ξενοδοχείων, κατέχουν τα ξενοδοχεία Γ’ κατηγορίας με 4.473 μονάδες. Από πλευράς γεωγραφικής κατανομής, στην περιφέρεια της Κρήτης συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος αριθμός ξενοδοχειακών κλινών με μερίδιο 21% επί του συνόλου των κλινών για το 2004 και ακολουθούν τα Δωδεκάνησα (μερίδιο 16,9%) και η Στερεά Ελλάδα (μερίδιο 14%).
Το συνολικό μέγεθος της αγοράς (σε αξία) των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων (ΑΑ’, Α’ και Β’ κατηγορίας) παρουσίασε διαχρονική αύξηση κατά την περίοδο 1998-2001 με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου 7,8%. Αντίθετα, μειωμένη εμφανίζεται η αγορά το 2002 και 2003 λόγω της μείωσης των αφίξεων των αλλοδαπών τουριστών στη χώρα.
Σταθεροποιημένη εμφανίζεται η αγορά το 2004, καθώς οι απώλειες στα ξενοδοχεία Α’ και Β΄ κατηγορίας, λόγω της μείωσης της τουριστικής κίνησης, αντισταθμίστηκαν από την αύξηση στα έσοδα των ξενοδοχείων πολυτελείας, η οποία συνδέεται άμεσα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ειδικότερα κατά κατηγορία, το μέγεθος αγοράς των ξενοδοχειακών μονάδων πολυτελείας παρουσιάζει ποσοστιαία αύξηση 23,9% την περίοδο 2004/03, ενώ το μέγεθος αγοράς των μονάδων Α’ κατηγορίας εμφανίζεται μειωμένο κατά 5,8%. Το μέγεθος της αγοράς των ξενοδοχείων Β’ κατηγορίας σημείωσε μείωση κατά 6,7%.
Αναφορικά με την ποσοστιαία συμμετοχή της κάθε κατηγορίας στο σύνολο, το έτος 2004 οι μονάδες Α΄ κατηγορίας αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο (47,7%), ενώ το υπόλοιπο της αγοράς μοιράζονται εξίσου οι μονάδες πολυτελείας και Β΄ κατηγορίας. Για το 2005, το συνολικό μέγεθος της αγοράς εκτιμάται ότι κινήθηκε ανοδικά σε σχέση με το 2004 (αύξηση της τάξης του 8%), λόγω κυρίως της ανάκαμψης της τουριστικής κίνησης προς τη χώρα μας τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η συγκέντρωση της τουριστικής προσφοράς σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας, η έντονη εποχικότητα της ζήτησης, η ανεπάρκεια σε υποστηρικτικές δομές, καθώς και η εξάρτηση των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων από τους μεγάλους διεθνείς τουριστικούς οργανισμούς, αποτελούν ορισμένα από τα σημαντικότερα χρόνια διαρθρωτικής φύσης προβλήματα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Σύμφωνα με την ICAP, μια νέα αναπτυξιακή δυναμική στον κλάδο αναμένεται να προσδώσει ο αρμονικός συνδυασμός του real estate με την ξενοδοχειακή βιομηχανία. Πρόκειται για «Σύνθετα Αναπτυξιακά Προγράμματα», τα οποία θα αποτελέσουν το νέο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης για την ερχόμενη 20ετία. Στην ουσία, πρόκειται για επιχειρηματικά σχέδια άρρηκτα συνδεδεμένα με την ανέγερση πολυτελών ξενοδοχείων, παραθεριστικών κατοικιών και εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής. Επίσης, οι προοπτικές οι οποίες ανοίγονται για την ελληνική τουριστική αγορά, φαίνεται να αναθερμαίνουν το ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα αρκετών ξένων ισχυρών ξενοδοχειακών ομίλων.