Η συντόμευση των διαδικασιών, καθώς και το πώς θα προσδιορίζεται η εμπορική αξία ενός ακινήτου προβληματίζουν ιδιαίτερα τους πολίτες σε σχέση με την αλλαγή που επιφέρει το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν.4334/2015 (Α80)» στους πλειστηριασμούς ακινήτων.
Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Η συντόμευση των διαδικασιών, καθώς και το πώς θα προσδιορίζεται η εμπορική αξία ενός ακινήτου προβληματίζουν ιδιαίτερα τους πολίτες σε σχέση με την αλλαγή που επιφέρει το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν.4334/2015 (Α80)» στους πλειστηριασμούς ακινήτων.
Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά τον χρόνο της κατάσχεσης, ενώ με βάση τα ισχύοντα για να πέσει κάτω από την αντικειμενική αξία η τιμή πρώτης προσφοράς σε πλειστηριασμό χρειάζεται να προηγηθούν δύο άγονοι πλειστηριασμοί για το ίδιο ακίνητο.
Οπως επισημαίνει στη «Ν» η Παναγιώτα Καλαποθαράκου από την ΕΚΠΟΙΖΩ (Ενωση Καταναλωτών για την Ποιότητα Ζωής) το ζητούμενο είναι να προχωρήσει ο εξορθολογισμός ολόκληρου του συστήματος προσδιορισμού της τιμής των ακινήτων, καθώς ειδικά τα τελευταία χρόνια η απόσταση των αντικειμενικών από τις εμπορικές αξίες είναι σε πολλές περιπτώσεις πάρα πολύ μεγάλη.
Για την κα Καλαποθαράκου το πρόβλημα με τις νέες ρυθμίσεις είναι ότι δεν έχει προσδιοριστεί ποιος φορέας και με ποια κριτήρια θα αποφασίζει ποια είναι η εμπορική αξία ενός ακινήτου που εκπλειστηριάζεται, καθώς και το γεγονός της σύντμησης των διαδικασιών που θα έχει ως αποτέλεσμα ο οφειλέτης, ο οποίος έχει οικονομικό πρόβλημα, να μην προλαβαίνει να αντιδράσει σε ένα ενδεχόμενο πλειστηριασμό του ακινήτου του.
Οπως σημειώνει, όλες οι νέες ρυθμίσεις είναι ουσιαστικά υπέρ των τραπεζών, ενώ προσθέτει πως αν ο προσδιορισμός της εμπορικής αξίας δεν γίνει με ορθό τρόπο, τότε χαμένες θα είναι και οι δύο πλευρές, δανειολήπτες και τράπεζες.
Στελέχη της αγοράς των ακινήτων σημειώνουν και άλλες πτυχές του όλου θέματος. Μεταξύ άλλων επισημαίνεται το γεγονός ότι η μεγαλύτερη μερίδα ιδιοκτητών ακινήτων δεν χρωστά ή εξυπηρετεί κανονικά τις δανειακές υποχρεώσεις της. Παρ’ όλα αυτά καλείται μαζί με τους ασυνεπείς (χωρίς λόγο) δανειολήπτες να συμβάλει στο κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Καταγράφεται επίσης και η άποψη πως όσο εξακολουθεί το ακίνητο να βαρύνεται από φόρους, όπως είναι ο ΕΝΦΙΑ, οι πλειστηριασμοί θα έχουν ελάχιστη επιτυχία με δεδομένο ότι σήμερα αγορά των ακινήτων δεν υφίσταται γιατί δεν υπάρχουν αγοραστές.