Ο κοινοτικός προϋπολογισμός έχει τη φιλοσοφία της «αλληλεγγύης», όπου οι ισχυρότερες οικονομικά χώρες ενισχύουν τις ασθενέστερες. Το 75% του κοινοτικού προϋπολογισμού προέρχεται από τις συνεισφορές των κρατών μελών, ενώ η συνεισφορά της κάθε χώρας εξαρτάται από τον πλούτο της. Το υπόλοιπο 25% του κοινοτικού προϋπολογισμού προέρχεται από τον ΦΠΑ (14% περίπου) και από τους λεγόμενους ίδιους πόρους (δασμοί και δικαιώματα επί των αγροτικών εισαγωγών).
Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται, συνήθως, αν ένα κράτος μέλος συνεισφέρει στον κοινοτικό προϋπολογισμό ή εισπράττει από αυτόν, είναι η διαφορά μεταξύ του ποσού που δίνει στην Ε.Ε. ένα κράτος μέλος και του ποσού που λαμβάνει από την Ε.Ε. (αγροτικές επιδοτήσεις, περιφερειακές ενισχύσεις κλπ.).
Με βάση τον υπολογισμό αυτό, οι μεγαλύτεροι καθαροί εισφορείς στον προϋπολογισμό της ΕΕ, το 2004, ήταν η Ολλανδία που δίνει το 0,44% του ΑΕΠ της, η Σουηδία (0,38% του ΑΕΠ) και η Γερμανία (0,33% του ΑΕΠ). Η Γαλλία δίνει το 0,19% του ΑΕΠ (λαμβάνει το 23% των αγροτικών επιδοτήσεων της ΕΕ), ενώ η Μ. Βρετανία συνεισφέρει στον προϋπολογισμό της ΕΕ το 0,16% του ΑΕΠ της (η Μ. Βρετανία έχει εξασφαλίσει την επιστροφή των δύο τρίτων των χρημάτων που δίνει, μέσω του λεγόμενου «βρετανικού τσεκ»).
Οι χώρες που ωφελήθηκαν περισσότερο, το 2004, από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, ήταν η Ελλάδα (2,52% του ΑΕΠ) και ακολουθούν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία.
Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι αμφισβητούν ότι η ως άνω μέθοδος υπολογισμού είναι η πλέον ορθή, καθώς υποστηρίζουν ότι, με αυτήν την μέθοδο, δεν συνεκτιμώνται τα οικονομικά και πολιτικά οφέλη που έχουν τα κράτη μέλη από τη συμμετοχή τους στην Ε.Ε.
Πηγή: ΑΠΕ