Πίσω στο 1965 έχει γυρίσει η Ελλάδα όσον αφορά την κατανάλωση τσιμέντου, χωρίς να είναι ορατό το πότε η αγορά θα ανακάμψει. Παρά τη μικρή αύξηση στην κατανάλωση τσιμέντου που υπήρξε πέρυσι και ενδεχομένως να υπάρξει και φέτος και η οποία αποδίδεται στα μεγάλα έργα, η προοπτική δεν δείχνει ευοίωνη και αυτό για μια σειρά λόγους -πέραν από την οικονομική κρίση και την αβεβαιότητα που σήμερα κυριαρχεί- όπως είναι το δημογραφικό.
Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Πίσω στο 1965 έχει γυρίσει η Ελλάδα όσον αφορά την κατανάλωση τσιμέντου, χωρίς να είναι ορατό το πότε η αγορά θα ανακάμψει.
Παρά τη μικρή αύξηση στην κατανάλωση τσιμέντου που υπήρξε πέρυσι και ενδεχομένως να υπάρξει και φέτος και η οποία αποδίδεται στα μεγάλα έργα, η προοπτική δεν δείχνει ευοίωνη και αυτό για μια σειρά λόγους -πέραν από την οικονομική κρίση και την αβεβαιότητα που σήμερα κυριαρχεί- όπως είναι το δημογραφικό (ο πληθυσμός δεν αυξάνεται και ταυτόχρονα υπάρχει ένα σημαντικό απόθεμα αδιάθετων κατοικιών).
Με βάση στοιχεία της Ενωσης Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδος, στη χώρα μας το 1965 καταναλώθηκαν 2,9 εκατ. τόνοι τσιμέντου, ενώ η εκτίμηση για το 2014 είναι 2,8 εκατ. τόνοι. Από τη δεκαετία του ‘60 και μέχρι το 2011, τη χρονιά με τη μεγαλύτερη κατανάλωση τσιμέντου (11,6 εκατ. τόνους), η πορεία της εν λόγω αγοράς ήταν θετική και ακολουθούσε την πορεία του κατά κεφαλήν εισοδήματος των πολιτών. Το 1975 καταναλώθηκαν 4,7 εκατ. τόνοι, το 1985 5,8 εκατ., το 1995 6,7 εκατ. και το 2005 10 εκατ. τόνοι τσιμέντου.
Η χαμηλότερη κατανάλωση, που μας πάει στο 1964, ήταν αυτή του 2013 (2,5 εκατ. τόνοι), χρονιά δηλαδή που είχαν σταματήσει και τα μεγάλα οδικά έργα.
Στελέχη της αγοράς δομικών υλικών σημειώνουν ότι η μόνη περίπτωση να ανακάμψει η αγορά είναι να αρχίσουν να κατασκευάζονται τα έστω και λιγοστά μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα που έχουν εγκριθεί (στην Πελοπόννησο και την Κρήτη) και να κινηθεί η τουριστική κατοικία. Ωστόσο, για να προχωρήσει το οτιδήποτε χρειάζεται να βελτιωθεί το κλίμα και να περάσει ένα διάστημα ηρεμίας για να επαναφέρει στη χώρα τους επενδυτές.
Στροφή στις εξαγωγές
Στο πλαίσιο αυτό, οι τσιμεντοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα έχουν επαναπροσδιορίσει την τακτική τους και στρέφονται ολοένα και περισσότερο στις εξαγωγές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διοίκηση της Τιτάν, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, χωρίς προσδοκίες ανάκαμψης εντός του έτους, λόγω δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν.
Οπως εκτιμά, η συνολική κατανάλωση τσιμέντου φέτος θα κυμανθεί περίπου στα επίπεδα του 2014, κυρίως λόγω της εκτέλεσης των έργων στους οδικούς άξονες, στον βαθμό που αυτά συνεχιστούν απρόσκοπτα.
Ο όμιλος Τιτάν, καθώς δραστηριοποιείται και σε άλλες αγορές, αναμένει πολύ καλύτερα αποτελέσματα από τις ΗΠΑ και την Αίγυπτο και επιδίδεται σε συνεχείς προσπάθειες περιορισμού του κόστους και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των εργοστασίων του.
Στη μητρική εταιρεία ο κύκλος εργασιών το πρώτο τρίμηνο αυξήθηκε κατά 11,9%, στα 65,1 εκατ. ευρώ, εξαιτίας κυρίως των εξαγωγών και της συνέχισης της κατασκευής των μεγάλων οδικών αξόνων.
Ο όμιλος εταιρειών ΑΓΕΤ Ηρακλής για το πρώτο τρίμηνο του 2015 ανακοίνωσε πωλήσεις μειωμένες κατά 14,3%, στα 49,8 εκατ. ευρώ, ενώ οι πωλήσεις της εταιρείας διαμορφώθηκαν σε 43,7 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 15,4%.
Η μείωση του κύκλου εργασιών στο πρώτο τρίμηνο του 2015 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2014 αποδόθηκε στον μειωμένο όγκο των εξαγωγών και των εγχώριων πωλήσεων λόγω των κακών καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του πρώτου διμήνου του 2015, των εκλογών και της αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας.
Η Χάλυψ Δομικά Υλικά το 2014 είχε έσοδα 28,7 εκατ. ευρώ έναντι 23,7 εκατ. το 2013 και 28,5 εκατ. το 2012. Ωστόσο, για να αντιληφθούμε την πτώση που έχει σημειώσει η εν λόγω αγορά, πρέπει να σημειώσουμε ότι η Χάλυψ το 2008 είχε πραγματοποιήσει τζίρο 88,3 εκατ. ευρώ.