Την πεποίθηση ότι θα υπάρξει «πολιτική λύση σε υψηλότατο επίπεδο» για το ελληνικό ζήτημα, εκφράζει, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ ΜΠΕ, ο επικεφαλής του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (DIW), Μάρτσελ Φράτσερ, εκ των σημαντικότερων οικονομολόγων στη Γερμανία.
Την πεποίθηση ότι θα υπάρξει «πολιτική λύση σε υψηλότατο επίπεδο» για το ελληνικό ζήτημα, εκφράζει, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ ΜΠΕ, ο επικεφαλής του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (DIW), Μάρτσελ Φράτσερ, εκ των σημαντικότερων οικονομολόγων στη Γερμανία.
«Η γερμανική κυβέρνηση παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τι λένε οι θεσμοί, αλλά τελικά θα υπάρξει μια πολιτική απόφαση. Είναι πλέον καιρός να βρούμε μια λύση. Η πρόκληση είναι τόσο σημαντική, ώστε πρέπει να υπάρξει μια λύση σε υψηλότατο πολιτικό επίπεδο», τονίζει ο κ. Φράτσερ.
Επί τέσσερις μήνες, σημειώνει ο Γερμανός οικονομολόγος, γίνονται διαπραγματεύσεις σε τεχνικό επίπεδο και «χρειαζόμαστε πλέον μια πολιτική απόφαση, η οποία φυσικά να έχει περιεχόμενο». Χαρακτηρίζει δε «αναγκαίο και σημαντικό» το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας συζητά με την η κ. Μέρκελ, τον κ. Ολάντ και τώρα με τον κ. Γιούνκερ.
Υπέρ της ρήτρας ανάπτυξης στην αποπληρωμή του χρέους
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών τάσσεται, παράλληλα, υπέρ της ρήτρας ανάπτυξης στην αποπληρωμή του ελληνικού χρέους. «Η πρότασή μου είναι να συνδεθεί η αποπληρωμή των τόκων των δανείων με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Αν δεν υπάρχει ανάπτυξη όπως τώρα η Ελλάδα δεν θα πληρώνει τόκους», σημειώνει.
«Δεν είμαι ούτε φίλος ούτε αντίπαλος του κ. Βαρουφάκη. Είμαι φίλος των καλών ιδεών οι οποίες βελτιώνουν την κατάσταση και γι’ αυτό θεωρώ την πρόταση ορθή, διότι η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει έτσι περισσότερη ευθύνη, ελαφρώνει το βάρος του χρέους της Ελλάδας και ταυτόχρονα καθιστά σίγουρο, ότι κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον, όταν η Ελλάδα ανακάμψει, τότε θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος και τους τόκους της, ενώ και ο ελληνικός λαός θα μπορεί να αντέξει το βάρος του χρέους. Αυτός νομίζω είναι ένας καλός συμβιβασμός», αναφέρει ο κ. Φράτσερ.
Εκφράζει, μάλιστα, την πεποίθηση ότι θα γίνει και νέο «κούρεμα» στο ελληνικό χρέος. «Έστω κι αν το θέμα του κουρέματος αποτελεί αυτή της στιγμή ταμπού στην Ευρώπη και τη Γερμανία, είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι θα γίνει κι άλλο κούρεμα. Δεν υπάρχει εναλλακτική γι’ αυτό, αν όχι αμέσως αργότερα, όταν θα διαπιστωθεί ότι το βάρος του χρέους είναι απλώς πολύ μεγάλο. Ένα μέρος των 240 δισ. ευρώ χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή του χρέους και των τόκων. Ναι, μπορεί να πει κανείς ότι δεν έμειναν στην Ελλάδα… Δεν γνωρίζω τους ακριβείς αριθμούς, αλλά σίγουρα καταβλήθηκαν πάνω από τα μισά για το χρέος στους δανειστές.»
Δεν έχει δώσει ξεκάθαρο μήνυμα ανανέωσης η κυβέρνηση
Όσον αφορά στη νέα ελληνική κυβέρνηση, ο Μάρτσελ Φράτσερ εκτιμά πως αποτελεί μια ευκαιρία για μια νέα πολιτική αρχή. «Η Ελλάδα χρειάζεται ένα πολιτικό σεισμό, μια πολιτική ανανέωση», λέει.
Εκφράζει ωστόσο τη λύπη του για το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία. «Ορθώς η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρέπει να ασχοληθούμε με τις κοινωνικές αδικίες, να δούμε πως θα εξασφαλίσουν οι άνθρωποι στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης. Σε αυτό η κυβέρνηση νομίζω πως έχει δίκιο. Ως αποτυχία θεωρώ ότι δεν έχει δώσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι θέλει να ανανεώσει τη χώρα, οικονομικά και πολιτικά. Δεν έχω δει ακόμα κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για το πως θέλει να προχωρήσει η χώρα προς τα εμπρός», υποστηρίζει.
Το Grexit είναι η χειρότερη λύση
Ο κ.Φράτσερ δηλώνει, τέλος, «απολύτως πεπεισμένος ότι το Grexit σε όλα τα σενάρια, ακόμα και σε κείνο της εσωτερικής χρεοκοπίας είναι η απολύτως χειρότερη λύση». Γι’ αυτό, όπως λέει, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και εντός της Γερμανίας, διότι υπάρχουν ορισμένοι οι οποίοι θέλουν να εκδιώξουν την Ελλάδα από το ευρώ.
«Και σε αυτούς λέω ότι το Grexit είναι η χειρότερη λύση για την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι προτιμότερο να παραμείνει στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, διότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι δύσκολες και είναι ευκολότερα και καλύτερα εφαρμόσιμες σε μια κοινότητα, η οποία έχει τους ίδιους στόχους και δημοκρατικές δομές», επισημαίνει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Πηγή: ΑΜΠΕ