Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) επιθυμούν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την Ελλάδα ακόμη και μετά από ενδεχόμενη αδυναμία της να εξυπηρετήσει τα δάνειά της, σύμφωνα με τη γερμανική Handelsblatt.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) επιθυμούν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την Ελλάδα ακόμη και μετά από ενδεχόμενη αδυναμία της να εξυπηρετήσει τα δάνειά της, σύμφωνα με τη γερμανική Handelsblatt.
Στο άρθρο της με τίτλο «Διάσωση, με κάθε κόστος» η εφημερίδα επικαλείται ευρωπαϊκές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει στην περαιτέρω στήριξη των Ευρωπαίων, ακόμη και έπειτα από μια ενδεχόμενη χρεοκοπία.
Τόσο η ΕΚΤ όσο και το ΕΤΧΣ δεν θα αφήσουν αμέσως την Αθήνα να καταρρεύσει, αν δεν μπορέσει να εξυπηρετήσει το δάνειό της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ακόμη και έπειτα από ένα τέτοιο γεγονός, η ΕΚΤ μπορεί να συνεχίσει να παρέχει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες μέσω του μηχανισμού ELA, αναφέρεται στο δημοσίευμα, το οποίο επικαλείται τραπεζικές πηγές
Ευρωπαίοι διπλωμάτες αναφέρουν ότι η ΕΚΤ θα επαναξιολογήσει την κατάσταση της Ελλάδας, όμως δεν είναι υποχρεωμένη να σταματήσει αυτόματα την παροχή ρευστότητας μέσω του μηχανισμού. Η ΕΚΤ δεν αναμένεται να τραβήξει αμέσως την πρίζα και να ρίξει το ελληνικό χρηματοοικονομικό σύστημα στο χάος, επισημαίνουν.
Σύμφωνα με τη Handelsblatt, ούτε το ΕΤΧΣ επιθυμεί να εγκαταλείψει αμέσως την Ελλάδα σε περίπτωση που δεν καταφέρει να πληρώσει μια δόση από τα δάνειά της. Θεωρητικά το ΕΤΧΣ έχει δύο δυνατότητες: είτε να ζητήσει αμέσως πίσω τα χρήματα που έχει δώσει στην Αθήνα, είτε να αποφασίσει να παρατείνει τον χρόνο αποπληρωμής τους. Οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι το διοικητικό συμβούλιο του ΕΤΧΣ, δηλαδή οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, θα προτιμήσουν τη δεύτερη επιλογή.
Μέσω του ELA οι ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει περίπου 80 δισ. ευρώ. Έπειτα από μια ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής ενός δανείου η ΕΚΤ θα μπορούσε να αυξήσει το ποσό στα 95 δισ. ευρώ, όπως διευκρίνισαν οικονομικοί κύκλοι στη γερμανική εφημερίδα.