Στην αυξημένη προσφορά, την επιπρόσθετη φορολόγηση που σημειώθηκε τα τελευταία έτη και τη μείωση του επιπέδου χρηματοδότησης των νοικοκυριών αποδίδουν οι αναλυτές της Eurobank την πτώση των τιμών των διαμερισμάτων.
Στην αυξημένη προσφορά, την επιπρόσθετη φορολόγηση που σημειώθηκε τα τελευταία έτη και τη μείωση του επιπέδου χρηματοδότησης των νοικοκυριών αποδίδουν οι αναλυτές της Eurobank την πτώση των τιμών των διαμερισμάτων.
Όπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας «7 Ημέρες Οικονομία», ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων διαμορφώθηκε στο -3,52% το πρώτο τρίμηνο του 2015. Από το τρίτο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, η πτώση ανέρχεται σε 38,26%.
Οι αναλυτές της Eurobank υποστηρίζουν πως η συγκεκριμένη μεταβολή, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, οδηγεί σε μείωση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών (αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου) και ως εκ τούτου έχει αρνητική συνεισφορά στη γενική οικονομική δραστηριότητα.
«Η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη προσφορά του εν λόγω κεφαλαιουχικού αγαθού, στην επιπρόσθετη φορολόγηση που σημειώθηκε τα τελευταία έτη και στη μείωση του επιπέδου χρηματοδότησης των νοικοκυριών», αναφέρεται στο οικονομικό δελτίο.
Η Eurobank επισημαίνει πως, μετά την είσοδο της χώρας στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) τον Ιανουάριο 2001, οι νέες χρηματοπιστωτικές συνθήκες οδήγησαν σε σημαντική πτώση των πραγματικών επιτοκίων. Την περίοδο 1992-2000 το μέσο πραγματικό μακροχρόνιο επιτόκιο ήταν της τάξης του 5,66% και την περίοδο 2001-2009 το αντίστοιχο μέγεθος διαμορφώθηκε στο 1,31%.
Αυτή η μεταβολή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του επιπέδου χρηματοδότησης των ιδιωτών (και των επιχειρήσεων) και ως εκ τούτου την ενίσχυση της ζήτησης τόσο για καταναλωτικά όσο και για κεφαλαιουχικά αγαθά, δηλαδή διαμερίσματα, κατοικίες κτλ. Ειδικότερα, στον τομέα των διαμερισμάτων καταγράφηκε αύξηση του επιπέδου των τιμών κατά 13,58% την περίοδο από το πρώτο τρίμηνο του 2006 έως το τρίτο τρίμηνο του 2008.
«Σε γενικές γραμμές μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα διαμερίσματα-κατοικίες αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέσο “αποθήκευσης” του πλούτου (store of value) των ελληνικών νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ», υποστηρίζουν οι αναλυτές της τράπεζας.
Αντίθετες τάσεις επικράτησαν όταν ξεκίνησε η συρρίκνωση του επιπέδου χρηματοδότησης των ιδιωτών. Από τον Ιούνιο του 2010 μέχρι και τον Μάρτιο του 2015 καταγράφηκε μείωση της τάξης του 19,37%. Σύμφωνα με τη Eurobank, η εξέλιξη αυτή, παράλληλα με τη μείωση της παρούσας αξίας των αναμενομένων διαθέσιμων εισοδημάτων (αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου), είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση της ζήτησης και τη συνεπακόλουθη πτώση του επιπέδου των τιμών των διαμερισμάτων.