Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 04 Μαΐου 2015 12:16

Η ανάγκη διάκρισης των πολιτικών για τις επιχειρήσεις

Η αξία της επιχειρηματικότητας φαίνεται να αναγνωρίζεται σήμερα στον δημόσιο διάλογο όλο και περισσότερο. Ωστόσο, πολλές φορές αναφερόμαστε ή επιθυμούμε γενικά την ποσοτική της ενίσχυση, χωρίς απαραίτητα αυτή να διέπεται από ποιοτικά χαρακτηριστικά που μπορούν να την κάνουν βιώσιμη μεσοπρόθεσμα. Άρθρο του Επιστημονικού Υπεύθυνου της ΜΟΚΕ Άγγελου Τσακανίκα.

 

Του Άγγελου Τσακανίκα
Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ
Επιστημονικός Συνεργάτης ΜΟΚΕ

Στον δημόσιο διάλογο σήμερα φαίνεται να αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι βασικός μοχλός δημιουργίας ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου για την ελληνική οικονομία είναι η επιχειρηματικότητα. Ωστόσο, πολλές φορές αναφερόμαστε ή επιθυμούμε γενικά την ποσοτική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, χωρίς απαραίτητα αυτή να διέπεται από ποιοτικά χαρακτηριστικά που μπορούν να την κάνουν βιώσιμη μεσοπρόθεσμα. Μπορεί σε προγραμματικό λόγο ή με βάση κάποια τυπικά κριτήρια να χαρακτηρίζεται μία επιχειρηματική προσπάθεια ως «καινοτόμος», αλλά τις περισσότερες φορές πρόκειται για τις οριακές περιπτώσεις – εύκολης – καινοτομίας, χωρίς ουσιαστική συνεισφορά σε κάτι νεωτερικό, είτε ως προϊόν, είτε ως διαδικασία είτε ακόμα και ως μορφή διαφορετικής οργάνωσης των παραγωγικών συντελεστών. Έτσι τις περισσότερες φορές η καινοτομία είναι αυτή που σχετίζεται με το νέο για την επιχείρηση και όχι για την τοπική, περιφερειακή ή πολύ περισσότερο για τη διεθνή αγορά.

Πράγματι όπως έχουν δείξει και τα 2 στάδια έρευνας πεδίου που διεξήχθη από το ΕΒΕΟ και το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του ΣΕΒ στις 2000 από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας, οι μισές επιχειρήσεις από όσες δηλώνουν καινοτόμες μιλούν για κάτι νέο για την επιχείρησή τους αποκλειστικά. Θετικό μεν, αλλά όχι επαρκές για τη βελτίωση των επιδόσεων της οικονομίας μας συνολικά. Είναι άλλωστε γεγονός ότι ποσοτικά ποτέ δε μας έλειπαν επιχειρήσεις. Το αντίθετο συμβαίνει, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε και τις διάφορες μορφές αυτοαπασχόλησης που κυριαρχούν στην Ελλάδα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία του Global Entrepreneurship Monitor, που διεξάγονται από το 2003 στην Ελλάδα κατά μέσο όρο την περίοδο 2003- 2010 πάνω από 7% του πληθυσμού βρισκόταν στα αρχικά στάδια επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, ενώ ποσοστό της τάξης του 14% ήταν ήδη καθιερωμένος επιχειρηματίας (είχε δηλαδή ξεπεράσει τα 3,5 χρόνια δραστηριοποίησης), ποσοστά που είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα από αυτά τα εγχειρήματα ήταν (και είναι ακόμα και μέσα στην κρίση), προσανατολισμένα σε υπερβολικό βαθμό σε λιανική (consumer oriented activities), σε υφιστάμενες αγορές ή/και τμήματα αγορών, με έντονο ανταγωνισμό, και μπορεί μεν να χρησιμοποιούν σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, αλλά είναι φτωχά σε πραγματική καινοτομία: μόλις το 13% δηλώνουν πως πολλοί από τους πελάτες τους θεωρούν πως το προϊόν ή υπηρεσία που παρέχουν στην αγορά είναι νέο και πρωτοποριακό. Το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα ήταν / είναι ατομικές και το μεγαλύτερο μέρος τους θα παραμείνει μικρό, καθώς οι ιδρυτές δηλώνουν ότι δεν θα είναι σε θέση να προσφέρουν πολλές θέσεις εργασίας. Άρα οι νέες αυτές επιχειρήσεις αφενός γεννιούνται πολύ μικρές αφετέρου παραμένουν πολύ μικρές.

Και μπορεί να «λύνουμε» ένα πρόβλημα βιοπορισμού, όταν μάλιστα η ανεργία στη χώρα ξεπερνά το 25%, αλλά τελικά το πολλαπλασιαστικό όφελος αυτών των εγχειρημάτων για την οικονομία είναι πολύ χαμηλό. Αυτό το περιβάλλον σημαίνει ότι οι πολιτικές για την επιχειρηματικότητα απαιτούν ίσως μια νέα προσέγγιση. Είναι αλήθεια ότι οι δράσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) και παρεμβάσεις, έχουν πληθύνει τα τελευταία χρόνια στην προσπάθεια διαμόρφωσης μια κουλτούρας επιχειρηματικότητας. Όμως θα πρέπει να γίνει σε όλους σαφές ότι δεν μας αρκεί πλέον απλώς η ποσοτική επιχειρηματικότητα, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερα εγχειρήματα έντασης γνώσης, που διαθέτουν δηλαδή ποιοτικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν ουσιαστική καινοτομία, υποκατάσταση εισαγωγών, εξωστρέφεια και δυνητική μεγέθυνση και σε θέσεις εργασίας. Ο εντοπισμός αυτών δεν είναι εύκολος πράγματι, όμως τουλάχιστον θα πρέπει να δίνεται ένα σήμα, ώστε να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα από δυνητικούς νικητές και οι πολιτικές να δημιουργούν κίνητρα για ανάπτυξη αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών.

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει μία πολιτική για την επιχειρηματικότητα, καθώς το φαινόμενο είναι αρκετά ετερογενές, δυσκολεύοντας έτσι τις γενικεύσεις ή τις συνταγές εγχειριδίου. Απαιτείται ένα σύστημα πολιτικών το οποίο θα εξειδικεύει σε: α) πολιτικές για νεοφυείς (start ups), διακρίνοντας μάλιστα στάδια ακόμα και σε αυτό (πολύ πρώιμες, νηπιακές, νέες επιχειρήσεις) β) πολιτικές για υφιστάμενες πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και γ) πολιτικές για υφιστάμενες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Ακόμα και αν υπάρχουν οριζόντια ζητήματα που τους αφορούν όλους (όπως π.χ. η ρευστότητα), οι παρεμβάσεις δεν μπορούν να είναι οριζόντιες, αλλά εξειδικευμένες στο μέγεθος και στην φάση του κύκλου ζωής που βρίσκονται.