Μεγάλη πτώση του ακαθάριστου ρυθμού αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών (2008-2014) διαπιστώνουν οι αναλυτές της Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυση «7 ημέρες οικονομία». Όπως επισημαίνουν, ο συσσωρευμένος πλούτος χρηματοδοτεί ποσοστό της παρούσας κατανάλωσης.
Μεγάλη πτώση του ακαθάριστου ρυθμού αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών (2008-2014) διαπιστώνουν οι αναλυτές της Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυση «7 ημέρες οικονομία». Όπως επισημαίνουν, ο συσσωρευμένος πλούτος χρηματοδοτεί ποσοστό της παρούσας κατανάλωσης.
Συγκεκριμένα, επισημαίνουν ότι συγκρίνοντας την Ελλάδα με την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία, παρατηρείται σημαντική αρνητική απόκλιση στον ακαθάριστο ρυθμό αποταμίευσης των νοικοκυριών. Αντιθέτως, στον ακαθάριστο ρυθμό επένδυσης των νοικοκυριών καταγράφεται σύγκλιση.
Ειδικότερα, όπως σημειώνεται στην ανάλυση, στην ελληνική οικονομία, από το 2006 μέχρι και το 2010 ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών κυμάνθηκε ανάμεσα στο 1% και 6%. Την ίδια περίοδο, ο αντίστοιχος ακαθάριστος ρυθμός επένδυσης (π.χ. κατοικίες) ήταν μεγαλύτερος του 10%.
Στη συνέχεια, από τα τέλη του 2010 μέχρι και τις αρχές του 2013, ο ρυθμός αποταμίευσης κυμάνθηκε ανάμεσα στο 0% και 1% ενώ ο ρυθμός επένδυσης μειώθηκε σε επίπεδα κάτω του 10%.
Τέλος, από το 1ο τρίμηνο του 2013 μέχρι και το 3ο τρίμηνο του 2014 ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης πέρασε σε αρνητικά επίπεδα που προσεγγίζουν το -9%.
Την ίδια περίοδο, ο ρυθμός επένδυσης σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 5%.
Σε ό,τι αφορά το επιτόκια, επισημαίνεται ότι το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων (και νέων) καταθέσεων διαμορφώθηκε στο 1,17% (1,12%) για το μήνα Φεβρουάριο. Από την πλευρά των δανείων το αντίστοιχο μέγεθος ήταν της τάξης του 5,19% (4,91%).
Ως γνωστό, το επιτόκιο των καταθέσεων αποτελεί μια μεταβλητή η οποία επηρεάζει την απόφαση των νοικοκυριών για το ποσό του διαθέσιμου εισόδημά τους που θα αποταμιεύσουν και ως εκ τούτου για το ποσό που θα καταναλώσουν. Τα νοικοκυριά, αποταμιεύοντας στο παρόν ένα μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ανταλλάσουν παρούσα κατανάλωση με μελλοντική κατανάλωση.
Συνεπώς, αύξηση (μείωση) του επιτοκίου ισοδυναμεί με αύξηση (μείωση) του κόστους ευκαιρίας της παρούσας κατανάλωσης σε σχέση με τη μελλοντική, δηλαδή για κάθε μονάδα απόκτησης παρούσας κατανάλωσης, τα νοικοκυριά καλούνται να θυσιάσουν περισσότερες μονάδες μελλοντικής κατανάλωσης. Μέσω αυτού του οικονομικού συλλογισμού, η αύξηση (μείωση) της τιμής του επιτοκίου δημιουργεί κίνητρα στα νοικοκυριά για αύξηση (μείωση) της αποταμίευσής τους ή διαφορετικά για αύξηση (μείωση) της μελλοντικής σε σχέση με την παρούσα κατανάλωσή τους.
Η πτώση των επιτοκίων (ονομαστικά μεγέθη) των καταθέσεων είναι πολύ πιθανό να έχει μειώσει τα κίνητρα των νοικοκυριών για αποταμίευση. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα νοικοκυριά ενδιαφέρονται για την πραγματική απόδοση των αποταμιεύσεών τους και όχι για την ονομαστική. Δηλαδή, το σημαντικό στοιχείο δεν είναι πόσες επιπλέον νομισματικές μονάδες τους αποδίδει η επιλογή τους να αποταμιεύσουν αλλά πόση επιπρόσθετη αγοραστική δύναμη.
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, από το Μάρτιο 2013 μέχρι και σήμερα το φαινόμενο του αποπληθωρισμού (-0,85% για το 2013 και -1,39% για το 2014) δημιουργεί την τάση για αύξηση των πραγματικών αποδόσεων των καταθέσεων. Συνεπώς, η μείωση των κινήτρων για αποταμίευση λόγω πτώσης των ονομαστικών επιτοκίων αντισταθμίζεται σε ένα βαθμό από την πτώση του γενικού επιπέδου των τιμών, δηλαδή του αποπληθωρισμού.
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, εκτός από την πλευρά των δυνατοτήτων, δηλαδή της πραγματικής απόδοσης των αποταμιευτικών πόρων, ο ρόλος των προτιμήσεων μπορεί να αποτελεί άλλον έναν ερμηνευτικό παράγοντα της πτωτικής πορείας του ακαθάριστου ρυθμού αποταμιεύσεων που παρατηρούμε στα στοιχεία, επισημαίνει η Eurobank.