Σε 360,3 εκατ. ευρώ ανήλθαν στην περυσινή χρήση τα καθαρά κέρδη του Ομίλου της Εθνικής, μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, αυξημένα κατά 69% σε σχέση με το 2002. Τα προ φόρων κέρδη σημείωσαν αύξηση 49% φθάνοντας τα 521 εκατ. ευρώ. Η διοίκηση της ΕΤΕ προτίθεται να προτείνει τη διανομή μερίσματος 0,65 ευρώ ανά μετοχή, έναντι μερίσματος (αναπροσαρμοσμένου) 0,41 ευρώ ανά μετοχή για τη χρήση 2002.
ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ της αποτελέσματα για το 2003 ανακοίνωσε σήμερα η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, τα καθαρά κέρδη του Ομίλου, μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, διαμορφώθηκαν σε €360,3 εκατ., αυξημένα κατά 69% σε σχέση με το 2002. Τα προ φόρων κέρδη σημείωσαν αύξηση 49% και ανήλθαν σε €521 εκατ. Στο ιστορικό υψηλό των €374 εκατ. διαμορφώνεται το προ φόρων οργανικό αποτέλεσμα του Ομίλου, σημειώνοντας αύξηση κατά 51%.
Το επίπεδο αυτό της οργανικής κερδοφορίας του 2003, όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση, υπογραμμίζει την επιτυχία του Ομίλου στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων του και αποτελεί σταθερή βάση για την περαιτέρω δυναμική επέκταση και ανάπτυξή του.
Βελτίωση καταγράφουν όλες οι κύριες πηγές εσόδων του Ομίλου. Συγκεκριμένα:
-Αύξηση 9,9% σε σχέση με το 2002 παρουσιάζουν τα καθαρά επιτοκιακά αποτελέσματα του Ομίλου, υπερβαίνοντας τα €1,3 δισεκατ.
-Στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας 5ετίας διαμορφώνεται το επιτοκιακό περιθώριο του Ομίλου, προσεγγίζοντας το 2,67%. Η σταθερά ανοδική πορεία του επιτοκιακού περιθωρίου κατά τα δύο τελευταία έτη είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής αναδιάρθρωσης της σύνθεσης του Ενεργητικού του Ομίλου μέσω της επέκτασης του δανειακού χαρτοφυλακίου και κυρίως, των χαρτοφυλακίων λιανικής τραπεζικής και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
-Αύξηση κατά 16,3% στα €392,6 εκατ. έναντι €337,5 εκατ. το 2002 σημειώνουν οι καθαρές προμήθειες του Ομίλου. Ταχύτερος ρυθμός αύξησης καταγράφεται στις προμήθειες λιανικής τραπεζικής (+22,6%), διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (+33,8%) και επενδυτικής τραπεζικής (+46%).
-Αυξημένη κατά 19% στα €85,9 εκατ. είναι η οργανική κερδοφορία του δικτύου του εξωτερικού (εξαιρουμένων των διαπραγματευτικών κερδών) παρά τη συνεχιζόμενη διολίσθηση του δολαρίου η οποία επηρεάζει αρνητικά τη μετατροπή των αποτελεσμάτων του Ομίλου από τις μονάδες της Βορείου Αμερικής. Ιδιαίτερη δυναμική παρουσιάζουν οι μονάδες της ΝΑ Ευρώπης οι οποίες το 2003 διπλασίασαν την κερδοφορία τους σε σχέση με το 2002. Σημειώνεται ότι στα μεγέθη αυτά δεν έχει περιληφθεί η αποκτηθείσα τον Οκτώβριο 2003 Banca Romaneasca, η οποία αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω την κερδοφορία του διεθνούς δικτύου κατά την τρέχουσα χρήση. Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν την επιτυχία της στρατηγικής επέκτασης του Ομίλου στην περιοχή με αιχμή τη λιανική τραπεζική.
-Σημαντική συνεισφορά στη συνολική κερδοφορία του Ομίλου είχε η συγκράτηση του κόστους. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες προσωπικού παρέμειναν στα επίπεδα του 2002 (€718,8 εκατ.), ενώ η αύξηση των λοιπών εξόδων διοίκησης περιορίστηκε σε επίπεδα χαμηλότερα του πληθωρισμού (2,7%). Η συγκράτηση του κόστους είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική βελτίωση του δείκτη αποτελεσματικότητας του Ομίλου από 71,7% σε 66,2%.
Οι χορηγήσεις του Ομίλου μετά την αφαίρεση των προβλέψεων ανήλθαν σε €21,6 δισεκατ., αυξημένες κατά 10,5% σε σχέση με το 2002. Αύξηση σημειώνουν όλα τα χαρτοφυλάκια της Τράπεζας με εξαίρεση τις χορηγήσεις προς το Δημόσιο τομέα.
Το 2003 συνεχίστηκε η δυναμική επέκταση των τελευταίων ετών στη λιανική τραπεζική η οποία οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό των υπολοίπων στον τομέα αυτό κατά την τελευταία 3τία. Το 2003 το χαρτοφυλάκιο της λιανικής τραπεζικής αυξήθηκε με ρυθμό της τάξης του 25% και αντιπροσωπεύει πλέον το 55% του συνόλου των χορηγήσεων της ΕΤΕ σε σχέση με 48% το 2002 και μόλις 37% στο τέλος του 2000. Συγκεκριμένα:
-Αύξηση κατά 21,5% σημειώνουν τα υπόλοιπα στεγαστικής πίστης σε σχέση με το 2002 υπερβαίνοντας πλέον τα €7,1 δισεκατ. Το μερίδιο αγοράς της Τράπεζας στη στεγαστική πίστη διατηρείται σταθερό στα επίπεδα του 26% παρά το συγκριτικά μεγαλύτερο ύψος αποπληρωμών κεφαλαίου λόγω της ωρίμανσης του χαρτοφυλακίου. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην εντυπωσιακή αύξηση κατά 35% των εκταμιεύσεων νέων δανείων στεγαστικής πίστης, οι οποίες το 2003 υπερέβησαν τα €1,8 δισεκατ.
-Αύξηση κατά 27% παρουσιάζουν τα υπόλοιπα καταναλωτικών δανείων και καρτών. Ειδικότερα, αύξηση κατά 30.8% σε σχέση με το 2002 καταγράφεται στις εκταμιεύσεις καταναλωτικών δανείων.
-Δυναμική ανάπτυξη κατά 65% εμφανίζουν τα υπόλοιπα της επαγγελματικής πίστης με ταυτόχρονη αύξηση κατά 31% των χρηματοδοτούμενων πελατών αυτής της κατηγορίας. Τα μεγέθη αυτά επιβεβαιώνουν τη θετική ανταπόκριση του κλάδου των μικρών επιχειρήσεων στις πρωτοβουλίες της Τράπεζας στον τομέα αυτό.
Aύξηση κατά 19,8% έναντι του 2002 παρουσίασε το χαρτοφυλάκιο των μεσαίων επιχειρήσεων, ενώ το πελατολόγιο της ΕΤΕ σε αυτή την αγορά διευρύνθηκε σημαντικά (+15.6%) σε σχέση με το 2002. ¶νοδο παρουσιάζουν και οι τομείς των μεγάλων επιχειρήσεων και της ναυτιλίας. Συγκεκριμένα, τα υπόλοιπα των χορηγήσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων και των ομολογιακών τους δανείων) ενισχύθηκαν κατά 12% από το τέλος του 2002. Οι χορηγήσεις στη ναυτιλία παρουσιάζουν αύξηση 13% σε όρους δολαρίου.
Η διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου συνοδεύτηκε από βελτίωση της ποιότητάς του ως αποτέλεσμα της συνετής πολιτικής της ΕΤΕ και των σύγχρονων διαδικασιών πιστοδοτήσεων και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου. Στο τέλος του 2003, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μετά από τις αντίστοιχες προβλέψεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 1,6% των συνολικών δανείων (2002: 2,0%) και υπερκαλύπτονται από πάσης φύσεως ρευστοποιήσιμες εξασφαλίσεις.
Στο τέλος του 2003, οι καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου (οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 72% των καταθέσεων του Ομίλου) παρουσίασαν αύξηση κατά 4,2% έναντι του 2002 και διαμορφώθηκαν σε €28,2 δισεκατ., γεγονός που επιβεβαιώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του Ομίλου στη χρηματοδότηση της ανάπτυξής του. Η στρατηγική της Τράπεζας για τη σταδιακή αντικατάσταση συγκεκριμένων μορφών καταθέσεων με εναλλακτικά αποταμιευτικά προϊόντα οδήγησε στην κατά 81,5% αύξηση του ενεργητικού των αμοιβαίων κεφαλαίων του Ομίλου (2002: €4,2 δισεκατ., 2003: €7,7 δισεκατ.), αντισταθμίζοντας πλήρως τη μείωση παραδοσιακών μορφών αποταμίευσης όπως οι καταθέσεις προθεσμίας και τα repos.
Η θετική αυτή εξέλιξη οδήγησε στη βελτίωση του μεριδίου αγοράς της ΕΤΕ στα αμοιβαία κεφάλαια από 16,7% το 2002 σε 25,3% στο τέλος του 2003. Ενδεικτικό της ανταπόκρισης των πελατών της Τράπεζας στις εναλλακτικές μορφές επενδυτικών προϊόντων είναι ο δεκαπλασιασμός των καθαρών εισροών στα αμοιβαία κεφάλαια του Ομίλου σε σχέση με το 2002 (2003: €3,7 δισεκατ., 2002: €312 εκατ.), και ο υπερδιπλασιασμός των νέων εκδόσεων προϊόντων εγγυημένου κεφαλαίου οι οποίες το 2003 ανήλθαν σε €856 εκατ.
Στην τρέχουσα χρήση, ενόψει της εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων πραγματοποιήθηκε με βάση το άρθρο 15 του ν. 3229/2004 αναπροσαρμογή της αξίας ακινήτων της Εθνικής Τράπεζας στην εύλογη αξία τους. Η αποτίμηση διενεργήθηκε από ανεξάρτητο διεθνή οίκο εκτιμητών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 16. Η υπεραξία που προέκυψε ύψους €437 εκατ. συμψηφίσθηκε εν μέρει με κατ’ είδος διαφορές αποτίμησης του επενδυτικού και του εμπορικού χαρτοφυλακίου ύψους €45 εκατ. και €9 εκατ. αντίστοιχα. Μετά το συμψηφισμό οι υπεραξίες του επενδυτικού και του εμπορικού χαρτοφυλακίου του Ομίλου, συμπεριλαμβανομένων και των θέσεων σε παράγωγα, διαμορφώθηκαν την 31.12.2003 σε €21 εκατ. και €20,1 εκατ. αντιστοίχως. Η εναπομένουσα υπεραξία ύψους €383 εκατ. εμφανίζεται σε λογαριασμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, ενισχύοντας περαιτέρω τα ίδια κεφάλαια του Ομίλου.
Επίσης, στο πλαίσιο της προσαρμογής στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, στον Ενοποιημένο Ισολογισμό της 31.12.2003 συμπεριλήφθηκαν με τη μέθοδο της καθαρής θέσης δεκαεννέα θυγατρικές και συνδεδεμένες επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Με αυτόν τον τρόπο ο Όμιλος της ΕΤΕ περιλαμβάνει πλέον όλες τις ενοποιούμενες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα 27 και 28). Η διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσης και της αναλογίας του Ομίλου στα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων ύψους €283 εκατ. προσαύξησε τις διαφορές ενοποίησης, μειώνοντας ισόποσα τα ίδια κεφάλαια του Ομίλου.
Ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας του Ομίλου (Tier I) αυξάνεται περαιτέρω σε 10.3% έναντι 7,4% στο τέλος του 2002, ενώ ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (Tier I & II) αναμένεται να προσεγγίσει το 13,1% (2002: 10.4%). Η ενίσχυση αυτή της κεφαλαιακής επάρκειας του Ομίλου διασφαλίζει την απρόσκοπτη περαιτέρω ανάπτυξή του.
Με βάση τα αποτελέσματα της χρήσης η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του Ομίλου της ΕΤΕ μετά από την αφαίρεση των φόρων και των δικαιωμάτων μειοψηφίας ενισχύθηκε από 9,4% το 2002 σε 15,4% το 2003. Αντίστοιχα, αύξηση κατά 50% σημείωσε η απόδοση του ενεργητικού από 0,67% το 2002 σε 1,01% το 2003.
Δεδομένης της βελτίωσης της κερδοφορίας του 2003 αλλά και της ισχυρής κεφαλαιακής βάσης της Τράπεζας και του Ομίλου, η Διοίκηση της ΕΤΕ προτίθεται να προτείνει στην Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων τη διανομή μερίσματος €0,65 ανά μετοχή, έναντι μερίσματος (αναπροσαρμοσμένου) €0,41 ανά μετοχή για τη χρήση 2002. Με βάση την τιμή κλεισίματος της 31.12.2003, το προτεινόμενο μέρισμα αντιπροσωπεύει ετησιοποιημένη απόδοση της τάξης του 3.1%.
Οι παραπάνω επιδόσεις του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας σε συνδυασμό με:
· τις προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης στη λιανική τραπεζική,
· τα περιθώρια επέκτασης του δανειακού χαρτοφυλακίου που υποστηρίζονται από το σχετικά χαμηλό δείκτη δανείων προς καταθέσεις,
· τη μοναδική καταθετική βάση του Ομίλου,
· τις σύγχρονες υποδομές και την τεχνολογική υπεροχή, και,
· την ηγετική του θέση στη Ν.Α. Ευρώπη
συνθέτουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας και προοιωνίζουν τη θετική πορεία του στις προσεχείς χρήσεις.