Έτοιμη να επαναφέρει την κατ΄εξαίρεση αποδοχή ελληνικών ομολόγων ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικες τράπεζες, όταν συγκεντρωθουν οι προϋποθέσεις για επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης του πρόγραμματος είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Βρυξέλλες,
Έτοιμη να επαναφέρει την κατ΄εξαίρεση αποδοχή ελληνικών ομολόγων ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικες τράπεζες, όταν συγκεντρωθουν οι προϋποθέσεις για επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης του πρόγραμματος είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Η τοποθέτηση αυτή έγινε ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωβουλής, όπου δεν έλλειψαν και οι αιχμές του κ. Ντράγκι κατά της κυβέρνησης για την επικοινωνιακή της πολιτική σχετικά με την έλλειψη ρευστότητας και την αφερεγγυότητα.
Ο κ. Ντράγκι αντέδρασε έντονα και σε επικρίσεις ευρωβουλευτών ότι εκβιάζει την Ελλάδα, επικαλούμενος την αύξηση της παροχής ρευστότητας στη χώρα κατά 54 δισ. ευρώ από το Δεκέμβριο του 2014.
Ειδικότερα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Ντράγκι ανέφερε ότι η ΕΚΤ βασίζεται σε κανόνες, τους οποίους βρήκε και εφαρμόζει.
«Στις 5 Αυγούστου του 2012 αποδεχθήκαμε κατ΄εξαίρεση τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες παρά τη χαμηλή διαβάθμισή τους και το κάναμε γιατί ηταν διασφαλισμένη η χρηματοδότηση της χώρας μέσω του προγράμματος (μνημονίου)», είπε.
Το Φεβρουάριο του 2015, συνέχισε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε το ίδιο γιατί δεν ήταν διασφαλισμένη η χρηματοδότηση. Μάλιστα, πρόσθεσε ότι αν λαμβάναμε υπόψη την επικοινωνιακή πολιτική βασικών υπουργών της κυβέρνησης περί χρεοκοπίας και έλλειψης ρευστότητας, τότε θα αποδυναμώνονταν εντελώς οι τράπεζες και δεν μπορούσαμε να δώσουν ούτε την έκτακτη αρρωγή ρευστότητας (ELA).
Eρωτηθείς γιατί το όριο έκδοσης εντόκων γραμματίων από την Ελλάδα περιορίζεται μόνο σε 15 δισ. ευρώ, υπογράμμισε ότι το όριο αυτό δεν το καθόρισε η ΕΚΤ, αλλα προβλέπεται από το πρόγραμμα (μνημόνιο), το οποίο αποφάσισε το Εurogroup.
Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι η συνολική έκθεση της ΕΚΤ στην Ελλάδα φτάνει σήμερα τα 104 δισ. ευρω ή 64% του ελληνικού ΑΕΠ από τα 50 δισ. ευρω που ηταν τον περασμένο Δεκέμβριο. Πρόκειται για τη χώρα στην οποία η ΕΚΤ έχει τη μεγαλύτερη έκθεση, είπε.
Σε άλλη ερωτηση σχετικά με το αν η ΕΚΤ επεξεργάζεται σενάρια επείγουσας ανάγκης για την περίπτωση εξόδου της χώρας από το ευρώ, ειπε ότι οι αναλυτές και τα στελέχη της τράπεζας αναλύουν όλους τους κινδύνους, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, πρόκειται για μια συνήθη πρακτική, είπε, αρνούμενος να σχολιάσει αριθμούς και στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Τόνισε πάντως, ότι η ΕΚΤ δεν μιλάει για Grexit, ενώ επισήμανε ότι η Ελλάδα και οι θεσμοί θα πρέπει να επικεντρωθούν στις προϋποθέσεις ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και η Αθήνα να δεσμευθεί ότι θα τηρήσει τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές.
Κάνοντας ένα γενικό σχόλιο για την Ελλάδα, είπε ότι αυτό που χρειάζεται είναι να ξεκινήσει η διαδικασία και να αποκατασταθεί ο διάλογος μεταξύ της κυβερνησης και των θεσμών, ώστε να μπορέσει να οδηγήσει σε μια επιτυχή ολοκληρωση του προγραμματος.
Ορισμένες μεταρρυθμίσεις εχουν συμφωνηθεί, άλλες όχι, υπάρχουν μέτρα που θα αντικατασταθούν από ισοδύναμα, ανέφερε, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι αν υπάρξει καλή θέληση στις συζητήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή, θα επανέλθει η αξιόπιστη προοπτική για επιτυχή ολοκληρωση της αξιολόγησης.
Αναφερόμενος στις ελληνικές τράπεζες ο κ. Ντράγκι τόνισε ότι βρίσκονται σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με την προηγούμενη κρίση (σ.σ. το 2012).
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου, ανέφερε ότι θα πρέπει να δουμε σήμερα τις ελληνικές τραπεζες ως προς δύο κριτήρια.
Το πρώτο είναι η φερεγγυότητα και αυτή τη στιγμή οι ελληνικές τράπεζες είναι φερέγγυες, διότι και οι τρεις σχετικοί δεικτες που έχουμε είναι πάνω από τον ελάχιστο εναρμονισμένο μέσο όρο τόσο χωριστά η κάθε τράπεζα όσο και μαζί. Επομένως, επί του παρόντος συμμορφώνονται, είπε.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την κατάσταση της ρευστότητας που έχει επιδεινωθεί και εξαρτάται από τον ELA. Είναι απολύτως αναγκαίο οι ελληνικές αρχές και του μέλη του Εurogroup να καταλήξουν σε μια διαδικασία και ένα διάλογο που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια θετική έκβαση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ