Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 02 Μαρτίου 2004 16:10

Ιδια γεύση στη Σοφοκλέους

ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ενδοσυνεδριακές διακυμάνσεις και η διατήρηση του τζίρου σε χαμηλά επίπεδα ήταν και σήμερα τα κύρια χαρακτηριστικά της συνεδρίασης στη Σοφοκλέους.

Ο γενικός δείκτης έκλεισε στις 2.447,16 μονάδες σημειώνοντας ανεπαίσθητη άνοδο κατά 0,04%. Ενδοσυνεδριακά κυμάνθηκε ανάμεσα στις 2.439,04 και τις 2.461 μονάδες.

Ωστόσο, η πλειονότητα των μετοχών κατέγραψε απώλειες. Συγκεκριμένα, 116 σημείωσαν άνοδο, 176 υποχώρησαν και 70 παρέμειναν αμετάβλητες.

Η συνολική αξία των συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 149 εκατ. ευρώ εκ των οποίων περίπου 4,5 εκατ. ευρώ αφορούσαν μεταβιβάσεις πακέτων http://www.naftemporiki.gr/markets/blocktrades.asp .

Ισχυρές πιέσεις δέχθηκαν ο ΟΠΑΠ (-2,63%), η Εμπορική (-2,10%) και η Intracom (-4,42%).

Σημειώνεται ότι η Deutsche Bank αναθεώρησε προς τα κάτω σε «διακράτηση» από «αγορά» την επενδυτική της σύσταση για τη μετοχή του ΟΠΑΠ. Αναβάθμισε ωστόσο την τιμή-στόχο στα 14,5 ευρώ από 12 ευρώ.

Αντιθέτως, αξιόλογα κέρδη (2,36%) κατέγραψε η Alpha Bank. Η Merrill Lynch χαρακτηρίζει την Alpha Bank ως την πιο «ελκυστική» τράπεζα στην ελληνική αγορά η Merrill Lynch, ενώ διατηρεί την ουδέτερη σύσταση για τη μετοχή.

Οπως αναφέρεται σε χθεσινή έκθεση, ο τίτλος της τράπεζας διαπραγματεύεται με p/e 12,8 για τα κέρδη του 2005 έναντι 13,5 του συνόλου του κλάδου, ενώ προβλέπεται μέση ετήσια αύξηση κερδών ανά μετοχή 20% ως το 2005.

Η Merrill Lynch συστήνει στους επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σε αυτούς που επιθυμούν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν έκθεση στην ελληνική αγορά να δώσουν έμφαση στην Alpha Βank.

Η τράπεζα βρίσκεται σε καλή θέση ώστε να εκμεταλλευθεί τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής αγοράς με ευρύτατο δίκτυο και αυξανόμενο μερίδιο στο δανεισμό των νοικοκυριών, ενώ έχει επιτύχει την αναδιάρθρωση του κόστους της, επισημαίνουν οι αναλυτές.

Η Merrill Lynch προβλέπει διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης των δανείων και του κύκλου εργασιών του ελληνικού τραπεζικού κλάδου σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, για τουλάχιστον πέντε χρόνια.