ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΑ, όπως αναμενόταν, διατήρησε σήμερα τα επιτόκια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού και τις ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε στο τέταρτο τρίμηνο του 2003 μόλις κατά 0,3% έναντι του προηγούμενου τριμήνου. Σε ετήσια βάση, η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε κατά 0,6%.
Η Ε.Ε. επανέλαβε παράλληλα προηγούμενη εκτίμησή της για αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,3% - 0,7% τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο τρίμηνο του 2004.
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα, ο αριθμός των ανέργων στη Γερμανία σημείωσε απρόσμενη αύξηση το Φεβρουάριο http://www.naftemporiki.gr/news/static/04/03/04/882952.htm .
Μετά τη σημερινή απόφαση της ΕΚΤ, το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης παραμένει στο 2,00%, τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 3,00% και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο 1,00%.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται στις 15:30 (ώρα Ελλάδος) η συνέντευξη Τύπου του προέδρου της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ. «Εάν ο πρόεδρος της ΕΚΤ δεν επαναλάβει τη φράση ότι “τα επιτόκια βρίσκονται στο κατάλληλο επίπεδο”, τότε θα προκαλέσει έντονη φημολογία για μείωση των επιτοκίων στην επόμενη συνεδρίαση (του δ.σ. της ΕΚΤ), δήλωσε στο Reuters οικονομολόγος της Morgan Stanley στο Λονδίνο.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο κ. Τρισέ πιθανότατα θα δηλώσει για μία ακόμη φορά πως τα σημερινά χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων είναι ικανά να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των τιμών και να οδηγήσουν σε επιτάχυνση του αναπτυξιακού ρυθμού της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Θεωρείται, ωστόσο, πολύ πιθανό ότι η κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα θα προχωρήσει σύντομα σε χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής μετά την υποχώρηση του πληθωρισμού στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Πιο συγκεκριμένα, το Φεβρουάριο ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 1,6% από 1,9% τον Ιανουάριο. Στη διάρκεια της πενταετούς ιστορίας της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός κυμαινόταν πάνω από το 2%, επίπεδο που η τράπεζα θεωρεί ότι συμβαδίζει με τη σταθερότητα των τιμών.
Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι ότι το ισχυρό ευρώ - ενισχυμένο περίπου 50% από τα χαμηλά του 2000 έναντι του δολαρίου - θα πλήξει την ανάκαμψη της Ευρωζώνης.
Ο Γερμανός Καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν-Πιέρ Ραφαρέν απηύθυναν εκκλήσεις για μείωση των επιτοκίων του ευρώ, σφραγίζοντας μία από τις πιο έντονες περιόδους άσκησης πολιτικής πίεσης στη διάρκεια λειτουργίας της ΕΚΤ.
Ωστόσο, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Νικόλαος Γκαργκάνας, δήλωσε πρόσφατα στους “Financial Times” ότι η ταχεία ανάκαμψη στις ΗΠΑ και την Ασία δίνει ώθηση στην οικονομία της Ευρωζώνης και επομένως δεν συντρέχουν λόγοι περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων.
Ο κ. Γκαργκάνας υπογράμμισε μάλιστα ότι η πρόβλεψη για ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης κατά 1,6% στο τρέχον έτος ενδέχεται να αναθεωρηθεί προς τα πάνω.
Τόνισε επίσης πως δεν θεωρεί ότι η ισχυροποίηση του ενιαίου νομίσματος αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. «Η ανατίμηση του ευρώ έχει προκαλέσει υπερβολικές ανησυχίες. Πρέπει, ωστόσο, να εξετάσουμε τους ιστορικούς μέσους όρους των συναλλαγματικών ισοτιμιών και να παραμείνουμε ψύχραιμοι», πρόσθεσε.
Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ, εκτός από τον πληθωρισμό, λαμβάνει υπόψη της στη λήψη αποφάσεων, τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής οικονομίας όσον αφορά την ανάπτυξη, τις υποχρεώσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και στην επίδραση της νομισματικών εξελίξεων στα μεγέθη αυτά.
Συγκεκριμένα, χρησιμοποιεί δύο πυλώνες. Ο πρώτος αφορά την παρακολούθηση του ρυθμού μεταβολής της ποσότητας χρήματος υπό την ευρεία έννοια, αλλά και της εξέλιξης των πιστώσεων. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά την αξιολόγηση των προοπτικών για την εξέλιξη των τιμών με τη βοήθεια ενός ευρέος φάσματος οικονομικών δεικτών εκτός των νομισματικών μεγεθών, όπως τα επιτόκια στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και η συναλλαγματική ισοτιμία, δείκτες της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας και της δημοσιονομικής πολιτικής καθώς και διάφοροι δείκτες κόστους και τιμών.
Οπως αναφέρεται και σε σχετική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, το Ευρωσύστημα δεν αντιδρά μηχανιστικά με άμεση προσαρμογή των επιτοκίων σε περιπτώσεις προσωρινής απόκλισης του ρυθμού μεταβολής της ποσότητας χρήματος.
Οι εκκλήσεις των πολιτικών για προσαρμογή των επιτοκίων, όπως έδειξε μέχρι τώρα η πείρα, δεν λαμβάνεται σημαντικά υπόψη από το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.