Στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από Β σε Β- προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης S&P.
Στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από Β σε Β- προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης S&P, διατηρώντας παράλληλα τη χώρα σε καθεστώς αρνητικής επιτήρησης (creditwatch negative), γεγονός που δεν αποκλείει το ενδεχόμενο νέας υποβάθμισης.
Σύμφωνα με τον οίκο, η υποβάθμιση αντανακλά την άποψη ότι οι περιορισμοί στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και της οικονομίας της χώρας έχουν περιορίσει το χρόνο εντός του οποίου η νέα κυβέρνηση μπορεί να φτάσει σε συμφωνία για ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα με τους επίσημους δανειστές της, την Ε.Ε., τον EFSF, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Παράλληλα, αν και η νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία για λιγότερο από δύο εβδομάδες, ο οίκος εκτιμά ότι τα περιορισμένα ταμειακά αποθέματα και οι επερχόμενες λήξεις ομολόγων περιορίζουν τη διαπραγματευτική της ευελιξία του.
Ο οίκος προειδοποιεί ότι η παράταση των συνομιλιών με τους επίσημους πιστωτές θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω πιέσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ελλάδας, με τη μορφή των εκροών καταθέσεων.
Για το θέμα αυτό, η απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου της ΕΚΤ για την άρση της εξαίρεσης για τη επιλεξιμότητα των ελληνικών χρεογράφων στις πράξεις του ευρωσυστήματος έχει μεταβιβάσει την ευθύνη του ύστατου δανειστή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην Τράπεζας της Ελλάδας, μέσω του μηχανισμούς παραχής έκτασης ρευστότητας (ELA). Ωστόσο, αν και οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να κάνουν χρήση των κεφαλαίων του ELA, αυτή η διαδικασία εξακολουθεί να υπόκειται στην έγκριση της ΕΚΤ.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ο οίκος αναμένει από την ΕΚΤ να περιορίσει την παροχή ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (και, ως εκ τούτου, στην οικονομία της), αν η δίμηνη τεχνική επέκταση του προγράμματος του EFSF δεν επεκταθεί πέραν της ημερομηνίας λήξης της 28 Φεβρουαρίου 2015.
Επίσης, σύμφωνα με τον οίκο, οι εξελίξεις αυτές εντείνουν την αβεβαιότητα που συνδέεται με την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, η οποία πιθανόν να εντείνει τις εκροές καταθέσεων, να ανακόψει τις επενδύσεις και να αποδυναμώσει τη συμμόρφωση στις πληρωμές των φόρων. Οι παράγοντες αυτές σαφώς θα επιδεινώσουν το οικονομικό και δημοσιονομικό προφίλ της χώρας.
Αναφορικά με το καθεστώς αρνητικής παρακολούθησης (CreditWatch), ο οίκος επισημαίνει ότι θα αποσαφηνιστεί στην επόμενη προγραμματισμένη ημερομηνία δημοσίευσης της έκθεσης για την Ελλάδα, η οποία είναι στις 13 Μαρτίου 2015. Έως τότε, ο οίκος θα μπορούσε να διατηρήσει τις αξιολογήσεις σε CreditWatch ή θα μπορούσε να τις αφαιρέσει επιβεβαιώνοντας την αξιολόγηση της Ελλάδος ή μειώνοντας την και πάλι.
Για την πρώτη περίπτωση, ο S&P επισημαίνει ότι θα γίνει σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση συμφωνήσει με τους επίσημους πιστωτές συνάπτοντας μια συμφωνία με επαρκή χρηματοδότηση. Σε διαφορετική περίπτωση, θα προχωρήσει σε υποβάθμιση σε περίπτωση που η επίσημη χρηματοδότηση έχει περιοριστεί και η ικανότητα κάλυψης των υποχρεώσεων επιδεινωθεί.