Το ζήτημα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, το οποίο επισκιάζει η προεκλογική ρητορική του πολιτικού συστήματος, θέτουν μετ’ επιτάσεως και παρ’ όλες τις επιμέρους αποκλίσεις τους ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ Γιώργος Αργείτης, οι οποίοι κλήθηκαν από τη «Ν» να περιγράψουν πώς αντιλαμβάνονται τα πραγματικά διλήμματα μπροστά στην κάλπη.
Από την έντυπη έκδοση
Το ζήτημα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, το οποίο επισκιάζει η προεκλογική ρητορική του πολιτικού συστήματος, θέτουν μετ’ επιτάσεως και παρ’ όλες τις επιμέρους αποκλίσεις τους ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ Γιώργος Αργείτης, οι οποίοι κλήθηκαν από τη «Ν» να περιγράψουν πώς αντιλαμβάνονται τα πραγματικά διλήμματα μπροστά στην κάλπη.
Πέντε κρίσιμες ερωτήσεις
1 Βλέπουμε φως ή χωνόμαστε πιο βαθιά στο τούνελ;
2 Βιώνουμε συνθήκες 2012;
3 Δημόσιο χρέος: Είναι βιώσιμο;
4 Από την ύφεση στην ανάπτυξη; Το Grexit;
5 Τι πρέπει να κάνει η επόμενη κυβέρνηση;
Απαντήσεις
1 Ο κ. Γάτσιος χαρακτηρίζει θετικό το γεγονός ότι «έχουμε μείνει ζωντανοί και δεν έχουμε υποστεί μια άτακτη χρεοκοπία», τονίζοντας ωστόσο ότι παραμένει ανοιχτό και επείγον το πρόβλημα παραγωγικότητας της χώρας, το οποίο βρίσκεται κάτω από το δημοσιονομικό ζήτημα.
Ο κ. Αργείτης μιλά για δύο στρατηγικές, οι οποίες κατά τη γνώμη του έχουν αυτοπαγιδευθεί στη δομική τους ανεπάρκεια: «Η μία λέει να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, υποτιμώντας τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που έχει προκαλέσει η ασκούμενη πολιτική. Η άλλη δίνει μεγάλη έμφαση στις καταστροφικές συνέπειες της ασκούμενης πολιτικής, υποτιμώντας ότι αυτή βρίσκεται στον πυρήνα της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια».
Ευρύτερα, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ θεωρεί ότι υπάρχει φως στο τούνελ όσον αφορά την επιστροφή στις αγορές και σε έναν θετικό ρυθμό ανάπτυξης, ωστόσο, δεν υπάρχει ορατό φως στο τούνελ για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων και τη δημιουργία θετικών προοπτικών.
2 Ο κ. Αργείτης εκφράζει την άποψη ότι οι σημερινές συνθήκες δεν είναι ίδιες με αυτές του 2012, οπότε και η κρίση «χτύπησε κυρίως το δημοσιονομικό σύστημα της οικονομίας».
Οπως λέει, σήμερα τα δεδομένα φαίνεται να έχουν βελτιωθεί, κυρίως στο σκέλος του ελλείμματος, ωστόσο, η οικονομία βρισκόταν σε πολύ βαθιά ύφεση και τώρα προσπαθεί να δημιουργήσει κάποιες θετικές προοπτικές.
«Εκείνο που ανησυχεί είναι μήπως η αβεβαιότητα που επικρατεί το τελευταίο διάστημα μεταφερθεί στο χρηματοπιστωτικό σκέλος της οικονομίας, εξέλιξη που δεν θα ήταν θετική», σημειώνει.
Ο κ. Γάτσιος εκφράζει την εκτίμηση ότι οι συνθήκες στις τράπεζες και στα δημόσια ταμεία ήταν βελτιωμένες πριν από 2-3 μήνες, ωστόσο σήμερα πλησιάζουν τις αντίστοιχες του 2012, γεγονός που κατά τη γνώμη του καταδεικνύει την αστάθεια και την επισφάλεια της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική οικονομία έως σήμερα.
Σε αυτό το πλαίσιο σημειώνει ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν θα έχει καθόλου χρόνο και χρήμα, αν και θεωρεί ότι πιθανότατα οι εταίροι θα παράσχουν μια χρονική παράταση για τη διαπραγμάτευση επί της παλιάς και της νέας συμφωνίας με την Ευρωζώνη.
3 Ο κ. Γάτσιος θεωρεί ότι λόγω των διασφαλισμένων χαμηλών επιτοκίων -της τάξης του 2,5%- το χρέος εξυπηρετείται σήμερα ομαλά, με την Ελλάδα να αποδίδει γι’ αυτόν τον σκοπό το 4% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου όσο η Πορτογαλία αλλά και η Βρετανία (3% του ΑΕΠ), όταν τη δεκαετία του 1990 απέδιδε το 10% του ΑΕΠ, «μάλιστα για την αποπληρωμή τόκων και όχι για τη μετακύλιση του χρέους».
Ο κ. Αργείτης θεωρεί ότι το χρέος της Ελλάδας (περίπου στα 320 δισ. / 175% του ΑΕΠ) δεν είναι βιώσιμο, υπό την έννοια ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα με τα οποία εξυπηρετούνται οι υψηλές δανειακές υποχρεώσεις προκύπτουν μέσω της διαρκούς και αυστηρής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής.
Πάντως και οι δύο τονίζουν το γεγονός ότι το ζήτημα του χρέους συνιστά κατ’ εξοχήν αναπτυξιακό ζήτημα, δηλαδή σχετίζεται με τη δυνατότητα της οικονομίας να αποπληρώνει αυτό το χρέος.
4 «Δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση Grexit. Θα ήταν πάρα πολύ υψηλό το κόστος και για την Ελλάδα και για την Ευρωζώνη. Αν η Ευρωζώνη επιθυμεί να εισέλθει σε μια λογική παραδειγματισμού προς τις υπόλοιπες χώρες, αυτή θα είναι να συνεχίσει την πολιτική της λιτότητας, με όλες τις συνέπειες.
Η προτεραιότητα για τη Γερμανία δεν είναι το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, αλλά να μη διαταραχθεί το μοντέλο της λιτότητας», σημειώνει ο κ. Αργείτης. «Τα τελευταία χρόνια δεν βιώνουμε συνθήκες ύφεσης, διότι αυτό που προηγήθηκε δεν ήταν ανάπτυξη, παρά μεγέθυνση λόγω δανεισμού», θεωρεί ο κ. Γάτσιος: «Τα 180 δισ. που σήμερα αντιστοιχούν στο ελληνικό ΑΕΠ, δυστυχώς, βρίσκονται πιο κοντά στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας απ’ ό,τι τα 230 δισ. την περίοδο πριν από το 2010, που αποτελούσαν μία φούσκα η οποία έσκασε».
Ως προς την άποψη για την ανάγκη ενίσχυσης της ζήτησης στην Ελλάδα, επισημαίνει ότι το 80% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος δημιουργείται στον τομέα των μη διεθνώς εμπορευσίμων και μόλις το 20% στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, για να καταλήξει ότι η όλη συζήτηση αφορά στην ουσία την «πολιτική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα όλα τα προηγούμενα χρόνια, βασισμένη στον δανεισμό για ενέσεις ζήτησης και εισόδημα που ανακυκλωνόταν ανάμεσα σε σουβλατζίδικα και καταστήματα με καπέλα και παπούτσια εισαγωγής».
Στο σημείο αυτό, ο κ. Αργείτης παρεμβαίνει ως εξής: «Το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η οικονομία και κυρίως το πρόβλημα χρηματοδότησης τόσο του ιδιωτικού όσο και του κρατικού τομέα συνδέονται με την αβεβαιότητα που δημιουργεί η κρίση χρέους. Αυτό πρέπει να το πούμε».
Ο κ. Γάτσιος χαρακτηρίζει υπαρκτούς τους κινδύνους γύρω από μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, διευκρινίζοντας: «Δεν νομίζω ότι οι εταίροι θέλουν να δουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, αλλά δεν μπορούμε και να κάνουμε ό,τι θέλουμε μέσα στην Ευρωζώνη. Θα πρέπει να προχωρήσουμε με τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η οικονομία, ώστε να βοηθήσουν και οι εταίροι, διότι έως τώρα εμφανίζουμε την εικόνα πως ό,τι κάνουμε, το κάνουμε επειδή μας επιβλήθηκε. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί».
5 Ο κ. Αργείτης εκφράζει την άποψη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βάλει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και πιστωτές «όλα τα ζητήματα, δηλαδή μια νέα άποψη για το χρέος και μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για τη στρατηγική της προσαρμογής», αναδεικνύοντας τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας οι οποίες «περιορίζουν δραματικά την όποια αποτελεσματικότητα δυνητικά θα μπορούσε να έχει το πρόγραμμα».
Ο ίδιος σημειώνει ότι μια παρέμβαση ρύθμισης του χρέους θα απελευθέρωνε σε έναν βαθμό «τη δέσμευση της χώρας στη σκληρή λιτότητα, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις μετάβασης σε μια κατάσταση λιγότερου ρίσκου και λιγότερης αβεβαιότητας, ώστε έπειτα να ενεργοποιηθούν αναπτυξιακοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την οικονομία».
Ο κ. Γάτσιος, αντιθέτως, εκφράζει την άποψη ότι κεντρικό ζήτημα δεν είναι μια διαπραγμάτευση με τους εταίρους και πιστωτές, αλλά μια εσωτερική συμφωνία για τις ενέργειες που απαιτούνται στην οικονομία. «Πρέπει να εξηγήσουμε με ειλικρίνεια στον λαό το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε και να μην του δημιουργούμε την ψευδαίσθηση ότι, λόγου χάρη, μια διαγραφή ή μια ρύθμιση του χρέους θα λύσει το πρόβλημα».
Πάντως, ως προς τη διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες, χαρακτηρίζει καταστροφική την επιλογή να μην τηρηθούν οι συμφωνίες που έχουν ήδη συναφθεί με την Ευρωζώνη και εκτιμά ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιώσει επιμέρους ζητήματα, όπως η χρονική επιμήκυνση αποπληρωμής του χρέους, η επέκταση του χαμηλού επιτοκίου και ο χαμηλότερος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα (περίπου στο 4,5% του ΑΕΠ σήμερα).
Συνέντευξη στον ΒΑΣΙΛΗ ΚΩΣΤΟΥΛΑ - [email protected]