Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου 2014 12:45

Το πετρέλαιο καίει τη ρωσική οικονομία

Η δραματική πτώση που έχουν σημειώσει το τελευταίο εξάμηνο οι τιμές του πετρελαίου «καίει» τις χώρες που εξαρτώνται άμεσα από τις εξαγωγές του μαύρου χρυσού και πυροδοτεί αναταραχή στις αγορές διεθνώς. Το μεγαλύτερο θύμα μέχρι στιγμής δεν είναι άλλο από τη Ρωσία, η οποία βλέπει το νόμισμά της να δέχεται ανηλεή επίθεση από τους κερδοσκόπους και να κατακρημνίζεται, παρά τις συνεχείς προσπάθειες για στήριξή του.

Από την έντυπη έκδοση

Η δραματική πτώση που έχουν σημειώσει το τελευταίο εξάμηνο οι τιμές του πετρελαίου «καίει» τις χώρες που εξαρτώνται άμεσα από τις εξαγωγές του μαύρου χρυσού και πυροδοτεί αναταραχή στις αγορές διεθνώς. Το μεγαλύτερο θύμα μέχρι στιγμής δεν είναι άλλο από τη Ρωσία, η οποία βλέπει το νόμισμά της να δέχεται ανηλεή επίθεση από τους κερδοσκόπους και να κατακρημνίζεται, παρά τις συνεχείς προσπάθειες για στήριξή του.

Ο Ρώσος υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ είχε πριν από περίπου ένα μήνα προειδοποιήσει ότι η χώρα θα έλθει φέτος αντιμέτωπη με εκροές της τάξης των 130 δισ. δολαρίων. Ακόμη και αυτή εκτίμηση, ωστόσο, φαντάζει σήμερα «συντηρητική», καθώς η ρωσική οικονομία, η οποία έχει παράλληλα να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις της Δύσης, ολισθαίνει ολοταχώς προς την ύφεση.

Σε μία αιφνιδιαστική απόφαση, την οποία πολλοί χαρακτήρισαν κίνηση πανικού, η ρωσική κεντρική τράπεζα, υπό τη διοίκηση της Ελβίρα Ναμπιούλινα, αύξησε το βασικό επιτόκιο δανεισμού κατά 6,5 μονάδες, στο 17% από 10,5%, για να τιθασεύσει τις ανεξέλεγκτες πληθωριστικές πιέσεις και την υποτίμηση του ρουβλίου.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση από το 1998, όταν εν μέσω πετρελαϊκής κρίσης και πάλι η κεντρική τράπεζα είχε με διαδοχικές μεγάλες αυξήσεις οδηγήσει επιτόκια πάνω από το 100%. Η χώρα οδηγήθηκε τελικά τότε στη στάση πληρωμών.

Φέτος το βασικό επιτόκιο δανεισμού έχει αυξηθεί συνολικά κατά 11,5 μονάδες, χωρίς ωστόσο αυτό να έχει φέρει αποτέλεσμα. Αν και αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης το ρωσικό νόμισμα έκανε «άλμα» 9%, πολύ γρήγορα βρέθηκε να υποχωρεί έως και 19%, με την ισοτιμία του να ολισθαίνει ενδοσυνεδριακά στο ιστορικό ναδίρ των 80 ρουβλίων ανά αμερικανικό δολάριο. Οι απώλειες κυμάνθηκαν στη συνέχεια κοντά στο 12% και ήταν ανάλογες με εκείνες της Δευτέρας.

Το ρούβλι έχει υποτιμηθεί περισσότερο 50% έναντι του αμερικανικού νομίσματος από τις αρχές του έτους, παρά το γεγονός ότι η ρωσική κεντρική τράπεζα έχει δαπανήσει φέτος σχεδόν 90 δισ. δολάρια με συνεχείς παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος για τη στήριξή του. Ο Ρώσος υπουργός Οικονομίας Αλεξέι Ουλιουκάγεφ, ύστερα από έκτακτη σύσκεψη για τις εξελίξεις με τον πρωθυπουργό Ντμίτρι Μεντβέντεφ και την κα Ναμπιούλινα, άσκησε κριτική στην κεντρική τράπεζα, υπογραμμίζοντας ότι η απόφασή της για αύξηση του επιτοκίου «ήλθε πολύ αργά». Διαβεβαίωσε, πάντως, ότι η Μόσχα δεν εξετάζει περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων, αλλά ούτε και μείωση της παραγωγής πετρελαίου, προκειμένου να στηρίξει την τιμή του, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία στηρίζει το 50% των εσόδων της στον μαύρο χρυσό.

Από την πλευρά του, ο υποδιοικητής της κεντρικής τράπεζας Σεργκέι Σβεστόφ χαρακτήρισε κρίσιμη την κατάσταση και δεσμεύθηκε για πρόσθετα μέτρα. «Ακόμη και στους χειρότερους εφιάλτες μας δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε πριν από έναν χρόνο τι θα συνέβαινε σήμερα» παραδέχθηκε. Σε κερδοσκοπικές διαθέσεις και στην αρνητική ψυχολογία που επικρατεί στην αγορά απέδωσε την πτώση του ρουβλίου ο εκπρόσωπος του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, Ντμίτρι Πεσκόφ.

Σκηνές πανικού εκτυλίχθηκαν, εν τω μεταξύ, και στη ρωσική αγορά μετοχών. Ο δείκτης RTS (που αποτιμάται σε δολάρια) έκανε «βουτιά» 12% κλείνοντας στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Νοέμβριο του 2008. Από τις 24 Νοεμβρίου ο ρωσικός δείκτης έχει υποχωρήσει 42%, παρουσιάζοντας τη χειρότερη μακράν επίδοση διεθνώς. Ο δείκτης Micex, από την άλλη, αν και ενδοσυνεδριακά σημείωσε πτώση έως και 8%, έκλεισε τελικά με άνοδο 1,3%, καθώς μερίδα επενδυτών θέλησε την τελευταία στιγμή να αναζητήσει αγοραστικές ευκαιρίες μεταξύ τίτλων που είχαν δεχθεί σφυροκόπημα.

Βαθύ κόκκινο έδειξαν τα ταμπλό και στα χρηματιστήρια του Αραβικού Κόλπου, με τις ενεργειακές επιχειρήσεις να δέχονται ισχυρότατες πιέσεις, καθώς η τιμή του μπρεντ υποχώρησε χθες ενδοσυνεδριακά κάτω από τα 59 δολάρια το βαρέλι και του αμερικανικού αργού κάτω από τα 54 δολάρια, για πρώτη φορά από τον Ιούλιο του 2009. Στη συνέχεια, ωστόσο, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου ανέκαμψαν κοντά στα 56 και 60 δολάρια το βαρέλι αντίστοιχα.

Μνήμες 1998 με ομοιότητες αλλά και διαφορές

▼ Το 1998 οι τιμές πετρελαίου κατρακυλούσαν, τα νομίσματα αναδυόμενων αγορών βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση, η Βενεζουέλα βρισκόταν σε χρηματοοικονομική κρίση και η Ρωσία ήταν βυθισμένη σε στάση πληρωμής του χρέους της και σε υποτίμηση. Παρότι υπάρχουν σήμερα αρκετοί λόγοι που επαναφέρουν στο προσκήνιο μνήμες από το 1998 στις αναδυόμενες αγορές, έχουν συντελεστεί βασικές αλλαγές που θα μπορούσαν να αποτρέψουν μία εκτεταμένη κρίση. Υπάρχουν τρεις βασικές ομοιότητες:

Πρώτον, η πτώση των τιμών πετρελαίου. Η τιμή αργού έχει υποχωρήσει 48% από τον Ιούνιο, γύρω στα 55 δολάρια το βαρέλι, πλήττοντας εξαγωγικές χώρες, από τη Βενεζουέλα έως τη Ρωσία και τη Νιγηρία. Τα CDS δείχνουν ότι υπάρχει μία πιθανότητα 97% να κηρύξει η Βενεζουέλα στάση πληρωμής χρέους μέσα στην επόμενη πενταετία, σύμφωνα με στοιχεία του Βloomberg.

Δεύτερον, η «βουτιά» των νομισμάτων. Ο δείκτης του Βloomberg που παρακολουθεί τα νομίσματα των 20 βασικών αναδυόμενων αγορών έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2003. Στη διάρκεια της ασιατικής κρίσης του 1997-1998, χώρες από την Ταϊλάνδη έως τη Μαλαισία έσπευσαν να στηρίξουν τα νομίσματά τους, με αποτέλεσμα το μπαχτ της Ταϊλάνδης να απολέσει το ήμισυ της αξίας του μέσα σε έξι μήνες.

Τρίτον, η πολιτική της Fed. H Φέντεραλ Ριζέρβ προετοιμάζει το έδαφος για την πρώτη επιτοκιακή αύξηση από το 2006, γεγονός που απειλεί με εκροή κεφαλαίων από αναδυόμενες χώρες. Χώρες με μεγάλα ελλείμματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως Τουρκία, Ν. Αφρική και Βραζιλία είναι ευάλωτες, σύμφωνα με την Credit Agricole. Το ίδιο και χώρες όπως η Μαλαισία, όπου οι ξένοι επενδυτές ελέγχουν το 30% του τοπικού κρατικού χρέους.

Υπάρχουν όμως και κάποιες ειδοποιές διαφορές:

Πρώτον, σήμερα, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι πιο ευέλικτες, τα συναλλαγματικά αποθέματα των αναπτυσσόμενων χωρών σε ξένο νόμισμα είναι μεγαλύτερα σε σχέση με τα επίπεδα στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Συνολικά, οι αναδυόμενες αγορές ελέγχουν αποθέματα ύψους 8,1 τρισ. δολ.  συγκριτικά με τα αντίστοιχα των 659 δισ. δολ. του 1999, σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ.

Δεύτερον, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών έχουν αυξήσει τις ομολογιακές εκδόσεις τους σε τοπικό νόμισμα, γεγονός που τους επιτρέπει να αποπληρώνουν το χρέος τους χωρίς να βάζουν χέρι στα ξένα συναλλαγματικά αποθέματα. Το εξωτερικό χρέος κυμαίνεται σήμερα στο 26% του ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων, με βάση στοιχεία του 2013 συγκριτικά με το 40% του 1999, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Τρίτον, παρότι τα επιτόκια αυξάνονται σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές, απέχουν κατά πολύ από τα επίπεδα του 1998.

«Μάτωσε» και η Ασία

▼ Η ελεύθερη πτώση του ρουβλίου παρέσυρε προς τα κάτω και τις ισοτιμίες των υπόλοιπων αναδυόμενων οικονομιών -κυρίως της Ασίας- αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες σε παρέμβαση για τη στήριξη των εθνικών νομισμάτων. Οι μαζικές ρευστοποιήσεις προκαλούν έντονες «αναταράξεις» στις αναδυόμενες αγορές, δοκιμάζοντας εκ νέου τις αντοχές των οικονομιών της περιοχής, που θεωρούνται όμως καλύτερα προετοιμασμένες σε σύγκριση με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 1998.

Η «διαμάχη» μεταξύ κεντρικών τραπεζών και επενδυτών αναμένεται να προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η προοπτική αύξησης επιτοκίων από τη Φέντεραλ Ριζέρβ θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέες εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες. Η κεντρική τράπεζα της Ινδονησίας επιβεβαίωσε χθες ότι παρενέβη στις αγορές συναλλάγματος πωλώντας δολάρια, την ώρα που traders επιβεβαίωναν παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών Ινδίας και Μαλαισίας τις τελευταίες εβδομάδες για τη στήριξη των εθνικών νομισμάτων. Η ελεύθερη πτώση του πετρελαίου και οι ανησυχίες για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας απομακρύνουν τους επενδυτές από τις αναδυόμενες αγορές, δημιουργώντας στενό κλοιό πιέσεων γύρω από τα νομίσματα των χωρών της περιοχής. Οι έντονες πιέσεις οδήγησαν τον συναλλαγματικό δείκτη αναδυόμενων αγορών του Bloomberg(που αποτελείται από 20 νομίσματα) στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2002.

Παρά τους κινδύνους, οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας είναι σήμερα καλύτερα προετοιμασμένες για τη διαχείριση μιας κρίσης από ό,τι το 1997-1998 εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, επικαλούμενοι διάφορους παράγοντες, όπως τα συναλλαγματικά αποθέματα των κεντρικών τραπεζών και την ελεύθερη διακύμανση των περισσότερων νομισμάτων από τις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας.   

ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ - ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΤΣΟΒΟΥ