Στάσιμοι παρέμειναν οι μισθοί το 2013 στις ανεπτυγμένες οικονομίες και μάλιστα, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), σε ορισμένες από αυτές κατέγραψαν ακόμη και μείωση. Στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και τη Βρετανία, οι μέσοι μισθοί είναι κατώτεροι εκείνων του 2007.
Στάσιμοι παρέμειναν οι μισθοί το 2013 στις ανεπτυγμένες οικονομίες και μάλιστα, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), σε ορισμένες από αυτές κατέγραψαν ακόμη και μείωση.
Στη διετή της έκθεση η ILO αναφέρει ότι οι πραγματικοί, αποπληθωρισμένοι μέσοι μισθοί των ανεπτυγμένων οικονομιών, που σημείωσαν πέρυσι αύξηση 0,2% έναντι 0,1% το 2012, δεν έχουν φθάσει στο επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν πριν από το 2007.
Στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και τη Βρετανία, οι μέσοι μισθοί είναι μάλιστα κατώτεροι εκείνων του 2007.
«Όλο αυτό επιβαρύνει τις παγκόσμιες οικονομικές επιδόσεις, οδηγώντας σε μια αδύναμη οικονομική ανάπτυξη στις περισσότερες από τις οικονομίες αυτές και σε έναν αυξημένο κίνδυνο αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη», εξηγεί η Σάντρα Πολάσκι, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο η άνοδος των μισθών επιβραδύνθηκε σε σχέση με το 2012, καθώς έφθασε το 2%, έναντι σχεδόν 3% πριν από έξι χρόνια. Το ποσοστό αυτό αφορά κυρίως τις αναδυόμενες και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με μεγάλες πάντως διαφορές ανάμεσα στις χώρες.
Μολονότι οι μισθοί αυξήθηκαν το 2013 κατά 6% στην Ασία και κατά 5,8% στην ανατολική Ευρώπη και την κεντρική Ασία, η άνοδος αυτή περιορίσθηκε σε 0,8% στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική. Στη Μέση Ανατολή οι μισθοί αυξήθηκαν 3,9%, αλλά στην Αφρική μόνο 0,9%.
«Στη διάρκεια των 10 τελευταίων ετών παρατηρούμε μια βραδεία σύγκλιση των μέσων μισθών των αναδυόμενων και των αναπτυσσόμενων χωρών με αυτούς των ανεπτυγμένων οικονομιών», υπογραμμίζει η Κρίστεν Σόμπεκ, οικονομολόγος της ILO και μία από τους συντάκτες της έκθεσης.
Προσθέτει ωστόσο ότι οι μισθοί των ανεπτυγμένων οικονομιών παραμένουν κατά μέσο όρο τρεις φορές υψηλότεροι απ' ό,τι οι μισθοί στην κατηγορία των αναδυόμενων και των αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Η οργάνωση του ΟΗΕ εκφράζει επίσης ανησυχία για το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στην παραγωγικότητα της εργασίας, που εξακολουθεί να αυξάνεται, και την αναδιανομή της εν λόγω παραγωγικότητας μέσω των μισθών.
«Το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα σε μισθούς και παραγωγικότητα μεταφράσθηκε σε μια μείωση του μεριδίου της αμοιβής της εργασίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, ενώ αυξανόμενο μέρος πηγαίνει στο κεφάλαιο, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες οικονομίες», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Η τάση αυτή σημαίνει πως οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους δεν ωφελούνται πλέον παρά μόνον από ένα μικρό μέρος της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ οι ιδιοκτήτες κεφαλαίων ωφελούνται περισσότερο.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπενθυμίζει επίσης πως οι μισθολογικές ανισότητες ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες παραμένουν και πως ο αγώνας «εναντίον των πρακτικών των διακρίσεων και των προκαταλήψεων που βασίζονται στο φύλο» μέσω «αποτελεσματικών πολιτικών σχετικών με τη μητρότητα, την πατρότητα και τις γονικές άδειες, καθώς και δράσεων ευαισθητοποίησης υπέρ μιας καλύτερης διανομής των οικογενειακών ευθυνών», πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις.
Τα αποτελεσματικότερα μέτρα για να διορθωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες είναι η θέσπιση προοδευτικής φορολογίας, οι μεταβιβάσεις προς τα πιο φτωχά νοικοκυριά, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η θέσπιση κατώτατου μισθού.
Όμως τα εργαλεία αυτά δεν θα είναι αποτελεσματικά παρά μόνο αν προσφέρουν «μια παραγωγική» και «σωστά αμειβόμενη απασχόληση» στους πληθυσμούς σε εργάσιμη ηλικία.
«Πρέπει να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα της στασιμότητας των μισθών, τόσο για λόγους δικαιοσύνης όσο και για να ευνοήσουμε την οικονομική ανάπτυξη», υπογραμμίζει η Σάντρα Πολάσκι.
Πηγές: ΑΜΠΕ, Γαλλικό Πρακτορείο