Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 04 Μαΐου 2004 16:47

Oι τελικές ρυθμίσεις για τους συμβασιούχους

Δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος για τη μετατροπή των συμβάσεων εργαζομένων στο δημόσιο τομέα σε αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν συμπληρώσει συνολικό χρόνο απασχόλησης 24 μήνες, με ανώτατο όριο διακοπής τους τρεις μήνες.

ΔΟΘΗΚΕ στη δημοσιότητα το σχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος για τη μετατροπή των συμβάσεων εργαζομένων στο δημόσιο τομέα σε αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν συμπληρώσει συνολικό χρόνο απασχόλησης 24 μήνες, με ανώτατο όριο διακοπής τους τρεις μήνες.

Με την παρ. 10 του σχεδίου εισάγονται μεταβατικές διατάξεις με τις οποίες λαμβάνονται μέτρα προστασίας, αποκαταστατικά για όσους εργαζόμενους πληρούν συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μετά και την καταληκτική ημερομηνία υποχρέωσης ενσωμάτωσης της Οδηγίας στην έννομη τάξη μας, δηλ. μετά την 10-7-2002 ως την έναρξη εφαρμογής του διατάγματος.

Στις ρυθμίσεις περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο, καθώς και οι εργαζόμενοι στις δημοτικές επιχειρήσεις, γίνεται ιδιαίτερη ρύθμιση για τα άτομα με αναπηρίες, ενώ στις μεταβατικές διατάξεις υπάγονται και όσοι εργαζόμενοι είχαν συμβάσεις που έληξαν δύο μήνες πριν την έναρξη εφαρμογής του διατάγματος. Σε κάθε δε περίπτωση, οι τελικές κρίσεις γίνονται από το Α.Σ.Ε.Π.

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

«Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα»

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έxoντας υπόψη:

1. Την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που σηνήφθη μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP (E.E.L.175/10.7.1999).

2. Τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» (ΦΕΚ 34Α/17.3.83), όπως αντικαταστάθηκαν και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 65 του ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101Α/31.7.90) και τα άρθρα 6 παρ. 4 του ν. 1440/1984 «Συμμετοχή της Ελλάδας στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο Κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητος ¶νθρακος και Χάλυβος και του Οργανισμού Εφοδιασμού ΕΥΡΑΤΟΜ» (ΦΕΚ 70Α/21.5.84), 19 του ν. 2367/1995 «Νέοι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 261Α/29.12.95) και 22 του ν. 2789/2000 «Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19.5.1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 21Α/11.2.2000).

3. Τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101Α/31.7.90), όπως τροποποιήθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 1943/1991 «Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, αναβάθμιση του προσωπικού της και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ 50Α/11.4.91) και την παρ. 9 του άρθρου 18 του ν. 2198/1994 «Αύξηση αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων εν γένει, σύναψη δανείων, υπό του Ελληνικού Δημοσίου και δημιουργία στην Τράπεζα της Ελλάδος Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική Μορφή (¶ϋλοι Τίτλοι) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 43Α/22.3.94) και αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 «Εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης, εποπτεία και έλεγχος τυχερών παιχνιδιών, εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 38Α/10.2.04).

4. Τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (ΦΕΚ 137Α/26.7.85), που προστέθηκε με το άρθρο 27 του ν. 2081/1992 «Ρύθμιση του θεσμού των Επιμελητηρίων, τροποποίηση των διατάξεων του ν. 1712/1987 για τον εκσυγχρονισμό των επαγγελματικών οργανώσεων των εμπόρων, βιοτεχνών και λοιπών επαγγελματιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 154Α/10.9.92) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, παρ. 2α του ν. 2469/1997 «Περιορισμός και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 38Α/14.3.97).

5. Τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1735/1987 «Προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, κοινωνικός έλεγχος στη δημόσια διοίκηση, πολιτικά δικαιώματα και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 195Α/11.11.87).

6. Τις διατάξεις του π.δ. 400/1995 «Σύσταση της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης στο Υπουργείο Εσωτερικών και καθορισμός των αρμοδιοτήτων της» (ΦΕΚ 226Α/1.1.95).

7. Τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 3200/2003 «Τροποποιήσεις του ν. 1388/1983 «Ίδρυση Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης», ίδρυση Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 281Α/9.12.03).

8. Την με αριθμό…………. γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.

9. Το γεγονός ότι από την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού ν.π.δ.δ., η οποία λόγω της φύσεως των ρυθμίσεων και της ιδιαιτερότητας της εφαρμογής τους δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί εκ των προτέρων.

10. Την με αριθμό ………… γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

¶ρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UΝΙCE και CEEP (E.E.L.175/10.7.1999), με την οποία επιδιώκεται η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και θεσπίζονται διατάξεις και για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

¶ρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 10, οι διατάξεις αυτού του

διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.

2. Το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται : α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στη σύμβαση ή σχέση μαθητείας.

β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ).

γ) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26 του Ν. 2956/2001 (Α 258).

¶ρθρο 3

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος νοείται ως:

α) «Εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση ή σχέση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας, η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου και η λήξη της καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως ιδίως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου αποτελέσματος.

β) «Αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπoυ δεν υπάρχει «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

γ) “Δημόσιος τομέας”, ο οριοθετούμενος στην παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 όπως ισχύει, με τις κατά περίπτωση ειδικές διατάξεις που τον έχουν αμέσως ή εμμέσως επαναοριοθετήσει, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση από αυτόν των ανώνυμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

δ) “Σύμβαση”, η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.

ε) Όπου αναφέρεται ο όρος «επιχείρηση» ή «εκμετάλλευση» ή «εργοδότης» νοείται και η δημόσια υπηρεσία, το ν.π.δ.δ. ή ο φορέας με τον οποίο έχει συναφθεί η αντίστοιχη σύμβαση.

¶ρθρο 4

Αρχή της μη διάκρισης

1. Όσoν αφορά στους όρους και στις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβασή τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους "αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου". Κατ' εξαίρεση και μόνον επιτρέπεται διαφορετική αντιμετώπιση κάθε φορά που συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν.

2. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης είναι η ίδια τόσο για τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου όσο και για τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία για αντικειμενικούς λόγους δικαιολογείται διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.

¶ρθρο 5

Κανόνες για την αποτροπή κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων

1. Διαδοχικές συμβάσεις θεωρούνται οι συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, και μεσολαβεί μεταξύ των συμβάσεων αυτών χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

2. Διαδοχικές συμβάσεις επιτρέπονται κατ’ εξαίρεση και μόνον, εάν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται όταν οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου συνάπτονται με σκοπό την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης, και όχι με σκοπό την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του εργαζομένου.

3. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την έναρξη της απασχόλησής του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος της σύμβασης προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη.

4. Ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι πάνω από τρεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 6.

¶ρθρο 6

Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης

1. Σε κάθε περίπτωση συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται

μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν συνολικό χρόνο διάρκειας απασχόλησης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, ανεξαρτήτως χρονικών διαστημάτων που μεσολαβούν μεταξύ των συμβάσεων. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνο για περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος.

2. Οιαδήποτε σύμβαση που συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων

της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και των παρ. 1-4 του άρθρου 5 είναι αυτοδικαίως άκυρη. Αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα και παραπέμπονται υποχρεωτικά στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία. ¶λλες κυρώσεις προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία δεν θίγονται.

3. Ο εργαζόμενος που ζημιώθηκε λόγω παραβάσεων των ως άνω διατάξεων δικαιούται, σε κάθε περίπτωση, να αποζημιωθεί κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

¶ρθρο 7

Ενημέρωση και ευκαιρίες απασχόλησης

1. Οι εργοδότες ενημερώνουν τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου για κενές θέσεις που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση, ώστε να εξασφαλισθεί ότι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες να διεκδικήσουν θέσεις απασχόλησης αορίστου χρόνου, όπως και άλλοι εργαζόμενοι.

2. Η ενημέρωση αυτή γίνεται μέσω μιας γενικής ανακοίνωσης, η οποία αναρτάται σε κατάλληλο μέρος μέσα στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση, ή μέσω των οικείων συνδικαλιστικών οργάνων ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο.

3. Στο μέτρο του δυνατού, και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για ομαλή λειτουργία της επιχείρησης, οι εργοδότες διευκολύνουν την πρόσβαση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε κατάλληλες ευκαιρίες κατάρτισης, ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητές τους, η εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους και η επαγγελματική κινητικότητά τους.

4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που συγκεκριμένες διατάξεις καθιερώνουν ειδικό τρόπο ενημέρωσης των εργαζομένων, όπως είναι ιδίως οι διατάξεις περί Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π).

¶ρθρο 8

Ενημέρωση και διαβούλευση

1. Οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου εργαζομένων, πάνω από το οποίο μπορούν να συγκροτούνται μέσα στην επιχείρηση τα αντιπροσωπευτικά τους όργανα, τα οποία προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις.

2. Στο μέτρο του δυνατού, οι εργοδότες μεριμνούν για την παροχή κατάλληλης ενημέρωσης στα υπάρχοντα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην επιχείρηση.

¶ρθρο 9

Ειδικές Διατάξεις

1. Το διάταγμα αυτό δεν θίγει ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ρυθμίσεις ή ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με αναπηρίες.

2. Το παρόν προεδρικό διάταγμα δεν θίγει τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που αφορούν την ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

¶ρθρο 10

Μεταβατικές Διατάξεις

1. Διαδοχικές συμβάσεις, όπως αυτές ορίζονται με το παρόν διάταγμα, οι

οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον πληρούνται αθροιστικά τα ακόλουθα κριτήρια και συντρέχουν, επίσης αθροιστικά, οι ακόλουθες προυποθέσεις :

α) Ύπαρξη ενεργού σύμβασης μετά την 10η Ιουλίου 2002 ως την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.

β) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής ή λογιζομένης ως αρχικής σύμβασης, με ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική ή λογιζομένη ως αρχική σύμβαση.

γ) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (β) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με τους ίδιους, ή παρεμφερείς, όρους εργασίας και με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα όπως αναγράφεται στην αρχική ή στη λογιζόμενη ως αρχική σύμβαση.

δ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί παγίως και διαρκώς η αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία.

ε) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική ή λογιζόμενη ως αρχική σύμβαση.

2. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν πληρούνται, κατά περίπτωση,

τα ως άνω κριτήρια και εάν συντρέχουν οι ως άνω προυποθέσεις κατά τις προηγούμενες παραγράφους, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν με τις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος και διαβιβάζεται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.)

3. Η τελική κρίση, σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις αυτού του

άρθρου, ανήκει στο Α.Σ.Ε.Π, το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων των κατά τα ανωτέρω αρμόδιων οργάνων.

4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 και όπως ισχύει κατά την έναρξη εφαρμογής του παρόντος διατάγματος με τις κατά περίπτωση ειδικές διατάξεις που τον έχουν αμέσως ή εμμέσως επαναοριοθετήσει, συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών επιχειρήσεων, και αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση από αυτόν των ανώνυμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απευθείας διοριζόμενα διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε φορά διατάξεις.

5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων δύο μηνών πριν την έναρξη εφαρμογής του παρόντος διατάγματος.

6. Κατ¨ εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες κατ¨ εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, για τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50 % τουλάχιστον, αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου β της παρ. 1 του παρόντος άρθρου να είναι τουλάχιστον δέκα οκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προυποθέσεις κατά τα ανωτέρω.

¶ρθρο 11

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβενρήσεως.

Στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος.