Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 07 Οκτωβρίου 2014 11:17

Γιατί επιμένει η Γερμανία;

Μνημόνια: Οπωσδήποτε. «Κούρεμα» χρέους: Με τίποτα. «Τύπωμα» χρήματος: Ούτε συζήτηση. Εξαγωγές: Ασφαλώς. Πιο συγκεκριμένο δεν γίνεται. Το γερμανικό δόγμα οικονομικής πολιτικής είναι κυρίαρχο στη διαμόρφωση της στρατηγικής της Ευρωζώνης και ουδόλως πτοείται από τη χαμηλή του δημοτικότητα εντός και εκτός Ευρώπης. Στο naftemporiki.gr: Γιατί επιμένει η Γερμανία;

Μνημόνια: Οπωσδήποτε. «Κούρεμα» χρέους: Με τίποτα. «Τύπωμα» χρήματος: Ούτε συζήτηση. Εξαγωγές: Ασφαλώς. Πιο συγκεκριμένο δεν γίνεται. Το γερμανικό δόγμα οικονομικής πολιτικής είναι κυρίαρχο στη διαμόρφωση της στρατηγικής της Ευρωζώνης και ουδόλως πτοείται από τη χαμηλή του δημοτικότητα εντός και εκτός Ευρώπης. Γιατί επιμένει η Γερμανία;

«Η Μέρκελ, αν θέλει, μπορεί να αγοράσει το χρέος της Ελλάδας μέσα σε μία μέρα. Αλλά αν το κάνει, δεν θα αλλάξει κανείς και τίποτα». Η συγκεκριμένη αποστροφή συνομιλητή του naftemporiki.gr έχει σαφή δόση υπερβολής, ωστόσο, μάλλον είναι ενδεικτική της προσέγγισης του Βερολίνου. Ο προβληματισμός με τον οποίο η Γερμανία φέρεται να βρίσκεται αντιμέτωπη καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:

Αν αναχρηματοδοτηθούν δραστικά τα χρέη ώστε να εξαλειφθεί ο κίνδυνος χρεοκοπίας και εξόδου μιας χώρας - μέλους από το κοινό νόμισμα, τότε θα καταστεί σαφές στις αγορές ότι η συμμετοχή στο ευρώ είναι δεδομένη κάτω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και θα αφαιρεθούν τα κίνητρα για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων που μειώνουν τα χρέη και κυρίως για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν την παραγωγικότητα.

Πάνω σε αυτήν τη βάση λογικής η Γερμανία σαφώς αντιτίθεται στις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση, πιο κοντά στο αμερικανικό πρότυπο. Σύμφωνα με την κριτική που εκπορεύεται από το Βερολίνο απέναντι στην επιλογή του Μάριο Ντράγκι, να ενισχύσει τη ρευστότητα στην περιοχή του ευρώ προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος αποπληθωρισμού, τα πρόσφατα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού οφείλονται εν μέρει στη μείωση των τιμών του πετρελαίου και άλλων προϊόντων. Καταδεικνύεται δε η ανάγκη χώρες της περιφέρειας όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα και να ενισχύσουν -με αυτόν τον τρόπο- την αγοραστική δύναμη. Το ίδιο σκεπτικό διατείνεται ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ενός φαύλου κύκλου πτωτικού πληθωρισμού και περιορισμού της κατανάλωσης, υπό την επισήμανση ότι τα ποσοστά του πληθωρισμού θα σκαρφαλώνουν σταδιακά όσο θα ανακάμπτει η οικονομία.

«Αγοράζοντας τιτλοποιημένα ομόλογα, εκθέτουμε τον Ευρωπαίο φορολογούμενο σε πιστωτικό κίνδυνο», έγραφε σε άρθρο στους Financial Times ο επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz Μichael Heise, προσθέτοντας ότι οποιοδήποτε πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων που επικεντρώνεται στις πιο αργά αναπτυσσόμενες οικονομίες θα οδηγήσει σε μια «πολιτικά απαράδεκτη ανακατανομή κινδύνου» στην Ευρωζώνη και θα θέσει τα λάθος κίνητρα για τη δημοσιονομική πολιτική. Η γερμανική πλευρά εκτιμά ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να διατηρεί την υπόσχεση πως ανεξάντλητη ρευστότητα θα είναι διαθέσιμη επ’ άπειρον και θεωρεί ότι αυτά στα οποία πρέπει τώρα να εστιάσει η Ευρώπη αφορούν «βελτιώσεις στις αγορές εργασίας και στο επενδυτικό κλίμα, βιώσιμες δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις και ανακατανομές των δημοσίων δαπανών προς επενδύσεις στις υποδομές και στην εκπαίδευση».

Το τελευταίο στοιχείο, δηλαδή οι επενδύσεις σε υποδομές πριν απ’ όλα στο εσωτερικό της, είναι στην πράξη αυτό στο οποίο κυρίως εναποθέτουν τις προσδοκίες τους όσοι επιζητούν μία αλλαγή στρατηγικής από το Βερολίνο, υπό την έννοια ότι μία δραστική αύξηση δημοσίων επενδύσεων για δρόμους, σχολεία και πανεπιστήμια θα είναι επωφελής τόσο για την ίδια τη Γερμανία όσο και συνολικά για την Ευρωζώνη. Ευρύτερα, ωστόσο, η ευθεία επενδυτική στήριξη της περιφέρειας από τη Γερμανία προσκρούει στη λογική προστασίας των κεκτημένων της από την περίοδο των μεταρρυθμίσεων στην αρχή της δεκαετίας του 2000, με τις οποίες η χώρα εξήλθε τότε από τη δική της κρίση, αγγίζοντας πλέον το «θαύμα» της σχεδόν πλήρους απασχόλησης, αν και -κατά έναν μεγάλο βαθμό- χαμηλών αποδοχών .

Ο Γερμανός πολιτικός, ακόμη περισσότερο ο Γερμανός πολίτης και φορολογούμενος, θεωρεί εξαιρετικά άδικο να δανείζει χώρες που αποδείχτηκαν ανίκανες στο πρόσφατο παρελθόν να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό τους και να προβούν σε μεταρρυθμίσεις, μία άποψη η οποία είναι ιδιαίτερα εδραιωμένη στη γερμανική κοινή γνώμη για την περίπτωση της Ελλάδας, που δεν φημίζεται για την αποτελεσματικότητα του πολιτικού και οικονομικού της συστήματος.

Πιθανότατα, το πνεύμα που διέπει σήμερα τη λογική της Γερμανίας στη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη έχει ρίζες στη συμβουλή την οποία απηύθυνε ο Andrew W. Mellon (Αμερικανός τραπεζίτης, επιχειρηματίας και πολιτικός / 1855 - 1937) στον πρόεδρο των ΗΠΑ Herbert Hoover, την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης: «Ρευστοποιήστε την εργασία, τις μετοχές, τον αγροτικό τομέα, την ακίνητη περιουσία… θα διώξει τη σαπίλα από το σύστημα. Τα υψηλά κόστη διαβίωσης θα κατέβουν. Ο κόσμος θα εργάζεται πιο σκληρά, θα ζει μια πιο ηθική ζωή. Οι αξίες θα αναπροσαρμοστούν και οι πρωτοποριακοί πολίτες θα ξεχωρίσουν από τους λιγότερο ανταγωνιστικούς πολίτες».

Για την ώρα, ορατές στην Ευρωζώνη είναι κυρίως οι επιπτώσεις της ύφεσης οι οποίες στραγγαλίζουν την πραγματική οικονομία, με τους επικριτές της γερμανικής στρατηγικής να προσάπτουν στο Βερολίνο «θρησκευτική προσκόλληση» σε μία πολιτική την οποία θεωρούν αδιέξοδη. 

Γιατί επιμένει η Γερμανία:

  • στο καθεστώς των μνημονίων, υπό την υφιστάμενη εποπτεία και συνταγή, στις χώρες που αποτελούν τους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης;
  • στην απόλυτη άρνηση σε οτιδήποτε συνιστά «τύπωμα» χρήματος;
  • στη μη αύξηση των αποδοχών και της ζήτησης στο εσωτερικό της, παρ’ όλα τα δημοσιονομικά της περιθώρια;
  • στο εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης της Ευρωζώνης, που θα έλεγε κανείς ότι σημαίνει «ζήτηση μόνο εκτός της περιοχής του Ευρώ»;

Κατάλληλες για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων οι αναλύσεις εμπειρογνωμόνων τις οποίες φιλοξενεί σήμερα το naftemporiki.gr.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas