Η ανεργία είναι κατά 32% κυκλική και κατά 68% διαρθρωτική. Η μείωση του κόστους εργασίας εύλογα δεν αρκεί για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν πιάνει τόπο χωρίς τον μετασχηματισμό της παραγωγής. Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Παναγιώτης Πετράκης τονίζει στο naftemporiki.gr ότι η αναγέννηση έρχεται μέσα από μία δημιουργική καταστροφή και υπογραμμίζει ότι η μετάβαση απαιτεί χρόνο που σημαίνει ότι είναι αμφίβολη. Την ίδια ώρα, περιγράφει την αχτίδα φωτός που ξεπροβάλλει στην ελληνική οικονομία.
Η ανεργία είναι κατά 32% κυκλική και κατά 68% διαρθρωτική. Η μείωση του κόστους εργασίας εύλογα δεν αρκεί για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν πιάνει τόπο χωρίς τον μετασχηματισμό της παραγωγής. Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Παναγιώτης Πετράκης τονίζει στο naftemporiki.gr ότι η αναγέννηση έρχεται μέσα από μία δημιουργική καταστροφή και υπογραμμίζει ότι η μετάβαση απαιτεί χρόνο που σημαίνει ότι είναι αμφίβολη. Την ίδια ώρα, περιγράφει την αχτίδα φωτός που ξεπροβάλλει στην ελληνική οικονομία.
Είπε στο naftemporiki.gr
Πόσο ανησυχητικό χαρακτηρίζετε το σημερινό αποπληθωριστικό περιβάλλον σε Ελλάδα και Ευρωζώνη; Εσείς ποια απάντηση προκρίνετε; Συμφωνείτε σε αυτήν τη φάση με τη λογική δημιουργίας ελλειμμάτων;
Ο αποπληθωρισμός είναι το καινούργιο πρόσωπο της παγκόσμιας και ελληνικής κρίσης που αυξάνει την αξία του χρέους. Ανεβαίνει βέβαια και η αγοραστική αξία του χρήματος αλλά με μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος το όφελος εξαφανίζεται. Έτσι η οικονομία αποδιαρθρώνεται χωρίς να διαθέτει δυναμική ανασύνταξης, αφού λείπει η ζήτηση και δε γίνονται επενδύσεις. Η ανεργία αυξάνεται και ο πληθωρισμός πέφτει!
Τα βαθύτερα αίτια του φαινομένου αναζητούνται στην απώλεια συγκριτικών πλεονεκτημάτων που δημιουργεί ανταγωνιστικότητα βασισμένη σε non-pricing χαρακτηριστικά και στη γήρανση του πληθυσμού. Τα μεσοπρόθεσμα αίτια θα μπορούσαν να αναζητηθούν στην απομόχλευση των ιδιωτικών ισολογισμών και στη συνεχή χρήση της ποσοτικής χαλάρωσης (αφού η μείωση των επιτοκίων δεν είναι αποτελεσματική) που δεν αναζωογονεί την πραγματική οικονομία. Συγχρόνως, δημιουργούνται νέες φούσκες (μετοχές, οικιστικός τομέας του ευρωπαϊκού βορρά).
Επί δύο δεκαετίες η ιαπωνική οικονομία ταλαιπωρείται από τον αποπληθωρισμό. Τα Abeconomics προσπαθούν να την ανασύρουν από αυτόν. Οι χώρες της παγκόσμιας ανεπτυγμένης οικονομίας (ΗΠΑ και Ευρωζώνη), ενώ έστριψαν στη γωνία για την ανάπτυξη, παρουσιάζουν συμπτώματα αδυναμίας. Τα συμπτώματα αυτά είναι εμφανή ακόμα και στη Γερμανία, παρόλο που το 2015 έχει περισσότερες υποσχέσεις, και βεβαίως στη Γαλλία, που επισήμως οδεύει προς την αυστηρότητα κρύβοντάς την πίσω από την εξωτερική επιθετικότητα και τα εσωτερικά σκάνδαλα.
Οι ΗΠΑ πιέζουν τη Γερμανία από καιρό υποδεικνύοντας τα εξωτερικά πλεονάσματά τους ως το κυριότερο κανάλι μεταφοράς του αποπληθωρισμού παγκοσμίως, αλλά ο Σόιμπλε απορρίπτει τις κατηγορίες αυτές προβάλλοντας τη φυσική υπεροχή της γερμανικής παραγωγικής μηχανής.
Η διατήρηση του οικονομικού status quo, που έχει δημιουργηθεί στην παγκόσμια δυτική οικονομία και ιδίως στην Ευρωζώνη, φαίνεται να είναι ο βασικότερος στόχος των κεντροευρωπαϊκών κυρίαρχων πολιτικών. Και δεν είναι για αυτούς κατ’ ανάγκη μία δυσάρεστη κατάσταση. Από τη στάση αυτή αποκλίνει η πολιτική ελίτ στις ΗΠΑ, γιατί παρόλο που φαίνεται να έχει επιτύχει χαμηλό ποσοστό ανεργίας την τρομάζει το χαμηλό ποσοστό απασχολησιμότητας και η έλλειψη επενδύσεων.
Ο αποπληθωρισμός, ως σύμπτωμα πλέον πολύ σοβαρότερων παραγωγικών αδυναμιών, είναι σε θέση να αποδυναμώσει τα όποια στοιχεία ανάκαμψης και στην ελληνική οικονομία και την ευρωπαϊκή. Γι’ αυτό εκτιμάται ότι και η ΕΚΤ θα κινηθεί πιο ενεργά αναιρώντας ίσως την απαγόρευση διάχυσης της ποσοτικής χαλάρωσης. Ίσως όμως αποδειχθεί λίγο και έρχεται αργά.
Οι επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών είναι κατώτερες των προσδοκιών (πτώση 4,6% στο α’ 6μηνο του 2014). Ορισμένες αναλύσεις χαρακτηρίζουν υπό τις σημερινές συνθήκες σενάριο επιστημονικής φαντασίας ένα μοντέλο εξαγωγικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ποια είναι η γνώμη σας;
Βασικό άξονα του οικονομικού προγράμματος προσαρμογής αποτέλεσε η αντιμετώπιση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η εσωτερική υποτίμηση επιδίωκε –μεταξύ άλλων– την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και άρα την αύξηση των εξαγωγών. Δυστυχώς όμως, το πρόγραμμα εμμένει στη λογική ότι το αναπτυξιακό πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας αντιμετωπίζεται με τη συρρίκνωση του κόστους του συντελεστή εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν ακόμα αρκετοί παράγοντες που παίζουν ρόλο: το κόστος κεφαλαίου που είναι και παραμένει πολύ υψηλό, τα κόστη λειτουργίας της οικονομίας (transaction costs) που είναι και παραμένουν επίσης πολύ υψηλά, το ενεργειακό κόστος κ.λπ.
Από την εφαρμογή της πολιτικής αυτής παρατηρείται το εξής «ελληνικό παράδοξο»: ενώ η προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης φαινομενικά πέτυχε το στόχο της, καθώς το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε, εντούτοις η εξαγωγική επίδοση είναι χαμηλή.
Έτσι η προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης που συντελέστηκε δεν έχει αποδώσει ακόμα τα αναμενόμενα. Παράλληλα, η εξέλιξη των ελληνικών εξαγωγών αναπτύχθηκε το χρονικό διάστημα 2002-2008 υπό την επίδραση της ζήτησης για εισαγωγές των εμπορικών εταίρων της ελληνικής οικονομίας. Από το 2009 όμως η σχέση αυτή κλονίζεται, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ελληνική εξαγωγική ικανότητα επηρεάστηκε αρνητικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της κρίσης.
Οι ακαθάριστες εξαγωγές ενδέχεται να υπερεκτιμούν το βαθμό ανταγωνιστικότητας των οικονομιών, καθώς αυτές εξαρτώνται άμεσα από τα ενδιάμεσα εισαγόμενα προϊόντα. Το εμπόριο ενδιάμεσων αγαθών αντιπροσωπεύει περίπου τα δύο τρίτα του διεθνούς εμπορίου. Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι οι συμβατικές μετρήσεις των ακαθάριστων εμπορικών συναλλαγών λαμβάνουν υπόψη την ακαθάριστη αξία των προϊόντων σε συναλλαγή (added value chain), και όχι την καθαρή τους αξία, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε μια διαστρεβλωμένη εικόνα του παγκόσμιου εμπορίου. Αυτή η «διπλή καταμέτρηση» σημαίνει ότι οι συμβατικές μετρήσεις υπερεκτιμούν την εγχώρια προστιθέμενη αξία των εξαγωγών. Μέσω μιας ανάλυσης εισροών-εκροών για τις χώρες της G7 προκύπτει ότι η περιεκτικότητα των εξαγωγών σε εισαγωγές είναι 20%-30% και αυξάνεται διαχρονικά. Η αντίστοιχη μέτρηση για χώρες που δίνουν μεγάλη έμφαση στις εμπορικές συναλλαγές (όπως η Κίνα) είναι της τάξης του 50%. Ο κατακερματισμός της παραγωγής συνεπάγεται και τον κατακερματισμό της προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται σε κάθε στάδιο (Διάγραμμα 3). Με άλλα λόγια, μέρος του παραγόμενου προϊόντος δεν συνεισφέρει στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας. Η μετεγκατάσταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τη μία χώρα στην άλλη επηρεάζει σε γενικές γραμμές τις μικρότερες οικονομίες καθώς στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος, αναζητούν παραγωγικούς συντελεστές με χαμηλές σχετικές τιμές.
Έτσι τελικά το ελληνικό εξαγωγικό παράδοξο δεν είναι καθόλου παράδοξο. Τι περιμέναμε; Επειδή μειώσαμε το εργατικό κόστος μας, θα μετατρεπόταν αυτομάτως η οικονομία από οικονομία κατανάλωσης σε οικονομία επενδύσεων και εξαγωγών, χωρίς τη μεσολάβηση χρονικής υστέρησης; Οι επιχειρηματίες, μόνο με την παρακίνηση από τη μείωση του εργατικού κόστους, θα οραματίζονταν τις νέες εξαγωγικές επιχειρηματικές ευκαιρίες, θα εύρισκαν τους πόρους να τις υλοποιήσουν και σήμερα θα απολαμβάναμε μια σημαντική ανάκαμψη; Στην πραγματικότητα, για να γίνουν όλα αυτά απαιτούνται χρόνια. Και επειδή απαιτούν πολύ χρόνο, αν μη τι άλλο, έχουν κίνδυνο μη υλοποίησης, λόγω του ότι στο μεταξύ γεννιούνται και αλληλεπιδρούν αρνητικές δυνάμεις που δεν τις έχουμε φανταστεί στην αρχή του προγράμματος.
Παρατηρείτε πρόοδο, στασιμότητα ή οπισθοδρόμηση της Ελλάδας στον τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων;
Ο τρόπος διάσωσης της ελληνικής οικονομίας είχε και έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα οργάνωσης και σχεδιασμού: Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στη δημοσιονομική συρρίκνωση και παρατηρείται επιμονή στη διαρθρωτική αναπροσαρμογή με στόχο να αντιστραφεί το παραγωγικό πρότυπο: Από οικονομία της δημόσιας και της ιδιωτικής κατανάλωσης να γίνει οικονομία των εξαγωγών και των επενδύσεων! Έτσι όμως η ζήτηση εξαερώθηκε, η οικονομία αποδιαρθρώθηκε και οι διαρθρωτικές μεταβολές αργούν να αποδώσουν. Αποτέλεσμα: 3,6 εκατ. εργαζόμενοι, 1,4 εκατ. άνεργοι και 6 εκατ. περίπου πολίτες συνταξιούχοι και ανενεργοί πολίτες!
Επιπροσθέτως, το 2009 έκλεισε ή σταμάτησε την εξαγωγική του δραστηριότητα το 15,4% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στις διεθνείς αγορές (σχεδόν 1 στις 7 εξαγωγικές επιχειρήσεις). Με άλλα λόγια, για κάθε 7 επιχειρήσεις που έκλεισαν άνοιξε μόλις μια νέα επιχείρηση με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ωστόσο, θετικό είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τα εν λόγω «λουκέτα», υπήρξε ένας σημαντικός αριθμός νέων επιχειρήσεων που είτε ιδρύθηκαν με σκοπό τις εξαγωγές, είτε απέκτησαν εξαγωγική δραστηριότητα την τελευταία 4ετία. Έτσι για κάθε ένα «λουκέτο», άνοιξαν 3 νέες εξωστρεφείς επιχειρήσεις το 2010, 9 νέες εξωστρεφείς επιχειρήσεις το 2011 και 3 εξωστρεφείς επιχειρήσεις το 2012. Αυτές οι επιχειρήσεις είναι που θα βοηθήσουν να μεταβληθεί η ελληνική οικονομία και αποτελούν ελκυστικές επιλογές για επενδύσεις.
Αποτελεί σήμερα η Ελλάδα (πιο) φιλόξενο έδαφος για την επιχειρηματικότητα; Τόσο σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων, όσο και σε επίπεδο νοοτροπίας.
Εάν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε σε τι βαθμό έχει μεταβληθεί το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης, συμπεραίνουμε ότι η πλειοψηφία των νέων επιχειρήσεων επιμένει να ακολουθεί τις τάσεις του μη βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου, που ίσχυε πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Οι Έλληνες εξακολουθούν να επενδύουν σε καφετέριες, σουβλατζίδικα και κομμωτήρια, και όχι σε δραστηριότητες καινοτόμους και με εξαγωγικό προσανατολισμό. Με τον τρόπο αυτό, αναπαράγουν το παραδοσιακό επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο κυριαρχεί στη χώρα εδώ και πολλά χρόνια, μην επιτρέποντας να δημιουργηθούν οι συνθήκες για τη μετάβαση σε μια νέα εποχή.
Αυτό αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο σύμφωνα με τις εξελίξεις φαίνεται να επιδεινώνεται αντί για το αντίθετο. Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες και οι θυσίες της δημοσιονομικής προσαρμογής πάνε χαμένες, καθώς το παραγωγικό μοντέλο της χώρας παραμένει αναποτελεσματικό και εσωστρεφές και άρα είναι απίθανο να παράγει τους πόρους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια βιώσιμη ανάπτυξη.
Επιπρόσθετα, σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κυμαίνεται και η φορολόγηση των επιχειρήσεων. Μέσω ενός υπολογισμού του συνολικού συντελεστή επιβάρυνσης των επιχειρήσεων από τη φορολογία, τις ασφαλιστικές εισφορές, το κόστος συναλλαγών, τα δημόσια τέλη κ.λπ., με βάση τα στοιχεία του 2010, φαίνεται ότι η Ελληνική οικονομία δεν είχε το μεγαλύτερο συνολικό συντελεστή συγκριτικά με τις άλλες χώρες. Η Ιταλία και η Γαλλία είχαν μεγαλύτερους συντελεστές. Ωστόσο, ο συντελεστής της Ελλάδας ήταν υψηλότερος από όλες τις γειτονικές χώρες, κυρίως της Ν.Α. Ευρώπης. Και αυτό ερμηνεύεται ως αιτία φυγής επιχειρήσεων προς τα εκεί. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία (Doing Business Report 2014) για τη φορολογική επιβάρυνση των ελληνικών επιχειρήσεων, παρατηρούμε μια ελαφρά μείωση της τάξης των 2,4 ποσοστιαίων μονάδων το 2013 (από 46,4% το 2010 στο 44% το 2013). Ωστόσο, παρά τη μείωση η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλότερη φορολόγηση έναντι των γειτονικών χωρών της με αποτέλεσμα να υπολείπεται σε όρους ανταγωνιστικότητας.
Πάντως, θετικές ενδείξεις σημειώνονται πλέον στην ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα καθώς δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό. Με την κατάλληλη στήριξη, αυτές είναι οι επιχειρήσεις που σε 5 με 10 έτη θα μπορούν να έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να απορροφήσουν το πλεονάζον εργατικό δυναμικό και να καθιερώσουν ένα περισσότερο υγιές επιχειρηματικό μοντέλο. Το μέλλον της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από την ικανότητά της να εδραιώσει μια βιώσιμη ανάπτυξη μέσω δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Θεωρείτε ότι φταίει μόνο η κρίση για την ανεργία;
Η ανεργία στην ελληνική οικονομία έχει τρεις βασικές πηγές:
1. Είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα λόγω αλλαγών στο διεθνή καταμερισμό των έργων.
2. Οφείλεται στη μείωση των επιπέδων της οικονομικής δραστηριότητας (ζήτησης) λόγω της οικονομικής ύφεσης που προήλθε από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
3. Οφείλεται σε διαρθρωτικές παρεμβάσεις του προγράμματος δημοσιονομικής και ανταγωνιστικής εξυγίανσης.
Η ανεργία μπορεί να είναι κυκλική ή διαρθρωτική. Όταν είναι κυκλική, έχει δημιουργηθεί από μείωση της ζήτησης. Όταν είναι διαρθρωτική, έχει δημιουργηθεί από βαθιές διαρθρωτικές ανακατατάξεις στην οικονομία. Η πρώτη μπορεί να αντιμετωπιστεί (;) με δημοσιονομικά και νομισματικά μέσα. Η δεύτερη μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταβολών και απαιτεί χρόνο.
Ένας τρόπος προσδιορισμού του αν τα τρέχοντα επίπεδα ανεργίας έχουν κυκλικό ή διαρθρωτικό χαρακτήρα είναι μέσω της καμπύλης Beveridge.
Η καμπύλη Beveridge σχετίζει τα ποσοστά ανεργίας με τις κενές θέσεις εργασίας (job vacancies). Κινήσεις πάνω στην καμπύλη αναπαριστούν κυκλικές αλλαγές στη ζήτηση εργασίας (περισσότερες κενές θέσεις εργασίας και χαμηλότερη ανεργία αποτυπώνεται με κίνηση προς τα πάνω και λιγότερες κενές θέσεις εργασίας και υψηλότερη ανεργία αποτυπώνεται με κίνηση προς τα κάτω). Αντίθετα, κινήσεις της καμπύλης αριστερά και δεξιά αναπαριστούν διαρθρωτικές αλλαγές.
Κατά την περίοδο 2009-2010 το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας μειώθηκε κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (Διάγραμμα 1). Αντίστοιχα, κατά την περίοδο 2011-2012, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά 8,9 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας μειώθηκε κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, για το σύνολο της περιόδου 2009-2012, για το σύνολο της μεταβολής της ανεργίας, το 32% περίπου οφείλεται σε κυκλική ανεργία και το 68% περίπου σε διαρθρωτική ανεργία.
Από την τάση της καμπύλης Beveridge ανά έτος, φαίνεται ότι τα έτη 2009 και 2010 μπορούν να θεωρηθούν ως έτη στα οποία παρατηρείται διεύρυνση της κυκλικής ανεργίας και τα έτη 2011 και 2012 παρατηρείται διεύρυνση της διαρθρωτικής ανεργίας. Συνεπώς, κατά τα έτη της κυκλικής ανεργίας (2009-2010) το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας οφείλεται στη μείωση της συνολικής ζήτησης και της ζήτησης για εργασία.
Ενδείκνυται η περίπτωση της Αργεντινής ως πεδίο άντλησης συμπερασμάτων για την Ελλάδα; Σε αυτήν την περίπτωση, ποια είναι τα δικά σας;
Η εξέλιξη της υπόθεσης στη διαχείριση του χρέους της Αργεντινής είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όχι μόνο για τη χώρα αυτή, αλλά ευρύτερα, για δύο βασικούς λόγους: Αφορά όλον τον κόσμο σχετικά με τα ζητήματα του δημόσιου δανεισμού και ειδικότερα για την ελληνική περίπτωση έχει μία διπλή σημασία, καθώς σχετίζεται με το πολιτικό περιβάλλον των αποφάσεων για το δημόσιο χρέος και σχετίζεται με την πληρωμή των ομολογιούχων που ήταν υπό το αγγλικό δίκαιο και δεν εντάχθηκαν στο PSI.
Το θέμα της εξέλιξης του χρέους της Αργεντινής μας έχει απασχολήσει, διότι ουσιαστικά σχετίζεται με το πώς η διεθνής κοινότητα κεφαλαίου και δικαιοσύνης αντιμετώπιζε υπερχρεωμένες εθνικές οντότητες (κράτη) που είτε κηρύττουν πτώχευση είτε απειλούν ότι θα κηρύξουν πτώχευση.
Θα πρέπει να τονιστεί, πάντως, ότι σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομόλογων διακρατώνται από επίσημους ευρωπαϊκούς φορείς και οι δανειακές σχέσεις με τις αγορές είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Το χρέος της Ελλάδας είναι κατά 40% με έναν πιστωτή (European Officials) και είναι όλο πλέον υπό αγγλικό δίκαιο και μάλιστα σε ευρώ. Επιπροσθέτως, έχει πλέον σχετικά μικρό κόστος εξυπηρέτησης λόγω προνομιακών επιτοκίων.
Βεβαίως, εάν η απόφαση για τη διαχείριση του χρέους της Αργεντινής παραμείνει ως έχει σήμερα, δηλαδή μόνο ο δανειζόμενος έχει ευθύνη, θα επικρατούσε ένα μεγάλο κόστος στις χρηματαγορές. Ας μην ξεχνάμε ότι μια τέτοια απόφαση καταργεί το σύστημα αποτίμησης του δημοσίου δανεισμού, αφού καταργεί το premium κινδύνου και κατά συνέπεια την τιμολόγηση του δανεισμού. Ουσιαστικά μια τέτοια παραδοχή οδηγεί σε χάος τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Πώς αξιολογείτε την ανάλυση σύμφωνα με την οποία το πλεόνασμα του ευρωπαϊκού βορρά οφείλεται στο έλλειμμα του ευρωπαϊκού νότου και αντίστροφα;
Η συνένωση των Βόρειων και των Νότιων χωρών της Ευρωζώνης και η κοινή πορεία τους ως μια οντότητα επέφερε ευημερία για τους Νότιους και για τους Βόρειους εταίρους την περίοδο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008. Οι χώρες του Νότου ή αλλιώς οι περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης (κυρίως οι Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ιταλία και Ιρλανδία) απολάμβαναν την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, τα χαμηλά επίπεδα δανεισμού και τις μεγάλες επενδυτικές δραστηριότητες. Οι χώρες του Βορρά, οι αποκαλούμενες ως πυρήνας της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), βελτίωναν συνεχώς το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών τους λόγω της ταχείας ανάπτυξης των περιφερειακών χωρών και παρατηρούσαν υψηλές αποδόσεις των επενδύσεων σε εταιρείες και περιουσιακά στοιχεία στη Νότια Ευρώπη, βελτιώνοντας έτσι το εξαγωγικό τους μερίδιο. Συνεπώς, φαίνεται τα οφέλη της νομισματικής αυτής οντότητας να μοιράστηκαν μεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειας της Ευρωζώνης.
Η υπέρμετρη αυτή ευημερία που απολάμβαναν οι χώρες της Ευρωζώνης κατέληξε σε μία διαφοροποίηση της οικονομικής συμπεριφοράς των χωρών της περιφέρειας και του πυρήνα. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα, λόγω της μεγάλης αύξησης των ροών κεφαλαίου προς τον πυρήνα της Ευρωζώνης, της κακής δημοσιονομικής διαχείρισης και της υπερκατανάλωσης, ήταν η δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κυρίως των περιφερειακών χωρών. Η αύξηση στα δημοσιονομικά ελλείμματα, η οποία συνοδεύτηκε από μια μείωση στις ιδιωτικές αποταμιεύσεις, οδήγησε σε διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών πληρωμών και δημιούργησε τριπλά ελλείμματα: έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα αποταμιεύσεων σε σχέση με τις επενδύσεις. Ενδείξεις αναποτελεσματικοτήτων στην αγορά εργασίας και στις δημοσιονομικές φορολογικές πολιτικές αποτέλεσαν τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και η μείωση της ανταγωνιστικότητας. Αποτέλεσμα ήταν η ανατίμηση των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η αδυναμία των χωρών αυτών να επανισορροπήσουν τις εξωτερικές τους θέσεις αποτελεί μια από τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης του ευρώ.
Ταυτόχρονα διογκώθηκε σημαντικά η συσσώρευση πιστώσεων μέσω του συστήματος εσωτερικής εκκαθάρισης των διασυνοριακών συναλλαγών Target2, λόγω των πιστώσεων των κεντροευρωπαϊκών χωρών προς τις ελλειμματικές χώρες που διογκώνονται σημαντικά. Οι πιστώσεις αυτές των χωρών πιστωτών το 2012 προσέγγισαν τα €800 δις, ενώ για τις ελλειμματικές χώρες τα €-800 δις. Η τάση αυτή της μεγέθυνσης των υπολοίπων του Target 2 αντεστράφη το 2012 και 2013 ως αποτέλεσμα α) της μεταβολής των ελλειμμάτων των περιφερειακών χωρών της Ευρώπης, και β) της κίνησης κεφαλαίων από το Νότο προς το Βορρά λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στα τραπεζικά συστήματα του Νότου.
Πατάει καλά στα πόδια του σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
Η έγκαιρη και επιτυχημένη ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών προσδίδουν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σημαντική ευρωστία και αντοχή. Κανένα όμως τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί ν' αντέξει ένα συνεχές υφεσιακό περιβάλλον, εκτός εάν είμαστε πρόθυμοι να το ανακεφαλαιοποιούμε συνεχώς. Γι' αυτό επιβάλλεται να ανασχεθεί η ύφεση το συντομότερο δυνατόν.
Μπορούμε να πούμε ότι το τραπεζικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με δύο σημαντικές προκλήσεις:
α) Την εκτίναξη των κόκκινων δανείων.
β) Την αδυναμία χορήγησης νέων δανείων στην πραγματική οικονομία και τις συνέπειες της απομόχλευσης.
Τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται αποτελούν μία σοβαρότατη πηγή προβλημάτων. Οι λόγοι για τους οποίους στην ελληνική οικονομία τα κόκκινα δάνεια (Non Performing Loans, NPL) εκτινάσσονται τόσο υψηλά, είναι πέντε: α) χαμηλή εσωτερική ζήτηση, β) περιορισμένη ρευστότητα της οικονομίας και η γενικότερη τάση απομόχλευσης του τραπεζικού τομέα, γ) αυξημένη ανεργία, δ) διόγκωση των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα, και ε) προβληματικές δανειοδοτήσεις.
Είναι προφανές ότι οι ρυθμίσεις που υπάρχουν: α) στον νόμο (και στην αναθεώρησή του) για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, και β) στις ρυθμίσεις της παρούσας τελικής συμφωνίας με την Τρόικα για τα ενήμερα δάνεια (και υπό περιορισμένες προϋποθέσεις υπερήμερα δάνεια) συμβάλλουν στην ανακούφιση της κοινωνίας.
Ωστόσο, η μείωση του τραπεζικού κινδύνου (με ό,τι η αύξησή του συνεπάγεται) μπορεί να προέλθει μόνο από την αύξηση της ζήτησης και τη βελτίωση των εισοδημάτων στην οικονομία. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις απαιτείται άμεσα μία ενίσχυση της ζήτησης στην οικονομία εστιασμένη στο χώρο της εξυπηρέτησης των δανείων.
Η εκτίναξη των κόκκινων δανείων και τα υψηλά επίπεδα κινδύνου της ελληνικής οικονομίας δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο αδυναμίας χορήγησης πίστης στην πραγματική οικονομία. Αυτό γίνεται εμφανές από το βαθμό απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα από την περίοδο της κρίσης.
Η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα περιλαμβάνει το ιδιωτικό χρέος των ιδιωτών (κυρίως στεγαστικά) και το χρέος των επιχειρήσεων. Μια μη ελεγχόμενη απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα θα οδηγήσει σε μια παρατεταμένη υφεσιακή επίδραση που θα θέσει σε αμφισβήτηση τους προβλεπόμενους, έστω ελαφρά, θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης μετά το 2014.
Το ζήτημα της απομόχλευσης έχει δύο πλευρές, μία κακή (οι παρούσες αρνητικές επιπτώσεις) και μία καλή: Οι οργανισμοί εξυγιαίνονται και μπορούν ξανά να λειτουργήσουν αναπτυξιακά. Άρα η οικονομική πολιτική πρέπει να διευκολύνει τη διαδικασία της απομόχλευσης, ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζουμε τις κοινωνικές επιπτώσεις που έχει αυτή η διαδικασία. Χάνονται επιχειρήσεις, χάνουν τη δουλειά τους άνθρωποι, καταστρέφονται ζωές: Λόγω όμως της δημιουργικής αυτής καταστροφής έρχεται ξανά η αναγέννηση στην κοινωνία και στην οικονομία (Σουμπέτερ). Και αυτήν ψάχνουμε.
Προς ποια κατεύθυνση θεωρείτε ότι θα πρέπει να δρομολογηθεί η περαιτέρω διαχείριση του ελληνικού δημόσιου χρέους;
Το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους και η πιθανότητα άρνησης αποπληρωμής του ήταν ο κυριότερος λόγος που η ελληνική οικονομία αποκλείστηκε από τις αγορές ιδιωτικών κεφαλαίων το 2010, με αποτέλεσμα να γίνει χώρα που ζει από τότε με τη βοήθεια των ξένων πιστωτών.
Μετά το Μάιο του 2010 θα περίμενε κανείς στην Ελλάδα να συμβούν δύο πράγματα. Οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι να τιμωρηθούν χάνοντας τα κεφάλαιά τους. Το ίδιο και οι πολιτικοί όσον αφορά στο πολιτικό τους κεφάλαιο. Συνέβησαν και τα δύο αλλά σε περιορισμένη έκταση. Έτσι μειώθηκε βραχυπρόθεσμα η έκταση του προβλήματος και μεταφέρθηκε στο μέλλον, δημιουργώντας σοβαρές ανακατατάξεις σε πολιτικό επίπεδο.
Ωστόσο, θα ήταν μεγάλο λάθος να μην αντιληφθούμε ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε την τελευταία τριετία στο θέμα του δημόσιου χρέους βοήθησε στο να μειωθεί το βάρος εξυπηρέτησής του και να μεταφερθεί στο απώτερο μέλλον. Εάν τίποτα δεν είχε γίνει σήμερα στον τομέα του χρέους θα έπρεπε η ελληνική οικονομία να πληρώνει σε τόκους €23,591 δις το χρόνο. Σήμερα πληρώνει €7 – 10 δις δηλαδή το 9,4% των συνολικών δημοσίων εσόδων, όταν στην Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 10,8%, στην Πορτογαλία 9,4% και στην Ισπανία 8%.
Όμως το διεθνές κλίμα αλλάζει στο ζήτημα της διαχείρισης του χρέους! Όλο και περισσότεροι πλέον αναγνωρίζουν ότι κυρίως οι πιστωτές πρέπει να φέρουν το βάρος των αναδιαρθρώσεων χρέους και μάλιστα στο βαθμό που συμφωνούν με τους πτωχεύοντες (δικαστική περίπτωση Αργεντινής). Είναι χαρακτηριστικές οι τελευταίες αποφάσεις στην Ευρώπη για τον ESM και τις τράπεζες.
Μετά όμως το Ελληνικό PSI και την αναδιάρθρωση του Νοεμβρίου του 2012 το μεγαλύτερο μέρος του χρέους μας είναι προς επίσημους Ευρωπαϊκούς φορείς. Αυτοί δεν απομειώνουν εύκολα χρέος διότι φοβούνται το πολιτικό κόστος από τους φορολογούμενούς τους. Μόνο μπορούν να επιμηκύνουν και να μειώσουν τα επιτόκια αλλά αμφιβάλλω εάν είναι διατεθειμένοι να μειώσουν και την καθαρή παρούσα αξία του χρέους.
Τι σημαίνει όμως αυτό για το μέλλον μας και το πολιτικό σύστημα; Σημαίνει απλά ότι και να πάρουμε μία σχετική μείωση του επιτοκίου στα πλαίσια αναδιάρθρωσης του χρέους το όφελος σε όρους απελευθέρωσης πόρων (αποτελεσματική ζήτηση στην οικονομία) δε θα είναι πολύ μεγάλο παρόλο που το αποτέλεσμα εξαρτάται βέβαια από το μέγεθος της μείωσης του επιτοκίου. Η μείωση όμως θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στην εικόνα της βιωσιμότητας του χρέους (μείωση αβεβαιότητας) και βελτίωση της εξωτερικής εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Έτσι λοιπόν, καλύτερα να έχουμε μέτριες προσδοκίες όσον αφορά στην Πανάκεια της απομείωσης του χρέους τουλάχιστον όσον αφορά στην άμεση ανακούφισή της κοινωνίας.
Αντιθέτως τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματά μας παραμένουν εδώ! Λέγονται χαμηλή διαρθρωτική ανάπτυξη, υπερχρεωμένος ιδιωτικός τομέας, μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Κάποια από τα προβλήματα θα τα αποκτούσαμε έτσι και αλλιώς (γήρανση) και άλλα τα αποκτήσαμε από τη διαρθρωτική κρίση και την κρίση ρευστότητας (υπερχρέωση ιδιωτικού τομέα, ύφεση, ανεργία). Δηλαδή είναι καινούρια προβλήματα. Άλλες πρέπει να είναι λοιπόν οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Επιτέλους ας δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Είναι δύσκολη και μόνο για πολύ σκληρούς μαχητές!