Ενεργοποιήθηκε σήμερα η διαδικασία εποπτείας λόγω υπερβολικού ελλείμματος, με βάση του Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή της για τη δημοσιονομική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας παρουσιάζουν μεγάλες ανισορροπίες, ασυμβίβαστες με μία συνετή δημοσιονομική πολιτική και επισημαίνεται ότι η ποιότητα των στοιχείων δεν είναι ικανοποιητική.
ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΘΗΚΕ σήμερα η διαδικασία εποπτείας λόγω υπερβολικού ελλείμματος, με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή της για τη δημοσιονομική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Η έκθεση έπεται της κοινοποίησης των αναθεωρημένων στοιχείων σχετικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα, ύψους 3,2% του ΑΕΠ, και το δημόσιο χρέος, ύψους 103% για το 2003, όπως επιβεβαίωσε η στατιστική υπηρεσία της Ε.Ε. Eurostat στις 7 Μαΐου, και κατά κύριο λόγο έχει χαρακτήρα καταγραφής και ανάλυσης των βασικών οικονομικών μεγεθών και όχι συγκεκριμένων συστάσεων.
Στην έκθεσή της η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας παρουσιάζουν μεγάλες ανισορροπίες, ασυμβίβαστες με μία συνετή δημοσιονομική πολιτική και επισημαίνεται ότι η ποιότητα των στοιχείων δεν είναι ικανοποιητική.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι η υπέρβαση του ορίου του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν είναι αποτέλεσμα εξαιρετικού γεγονότος, ανεξάρτητου από τη βούληση των ελληνικών αρχών, αλλά ούτε και το αποτέλεσμα ισχυρής οικονομικής ύφεσης κατά την έννοια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αντίθετα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, την περίοδο 2000-2003 η Ελλάδα εμφάνισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 4% κατά μέσο όρο.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η υπέρβαση του ορίου του 3% του ΑΕΠ που θα συνεχιστεί το 2004, φαίνεται να οφείλεται σε μείωση των εσόδων και σε υψηλότερες από το προβλεπόμενο πρωτογενείς δαπάνες, κυρίως σε εξαιρετικές χρηματοδοτήσεις που έχουν σχέση με την προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων.
Στην έκθεση σημειώνεται επίσης, ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί ελάχιστα το 2004 για να σταθεροποιηθεί στο 102,8% του ΑΕΠ έναντι του 103,% το 2003 και θα παραμένει συνεπώς κατά πολύ υψηλότερο από το όριο του 60% του ΑΕΠ που προβλέπεται από τη Συνθήκη.
Στη συνέχεια η Επιτροπή θα υποβάλει την έκθεση για εξέταση στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή της Ε.Ε. προκειμένου να διατυπωθούν και οι απόψεις των χωρών μελών εντός δύο εβδομάδων. Ακολούθως, η Επιτροπή θα υποβάλει αρχές Ιουνίου εισήγηση με συστάσεις προς το ECOFIN, το οποίο και θα λάβει τις οριστικές αποφάσεις στη συνεδρίαση της 5ης Ιουλίου.