Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 18 Σεπτεμβρίου 2014 17:49

Eurobank: Αδύναμη η αποκλιμάκωση της ανεργίας

Ανησυχητική χαρακτηρίζει την αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας η Eurobank, κατά την καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της, υπό τον τίτλο «7 Ημέρες Οικονομία», τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι ακόμη και στην περίπτωση που ή ετήσια μεταβολή ήταν διπλάσια της σημερινής, ήτοι από 0,63 στο 1,26, θα χρειαζόταν να περάσουν προσεγγιστικά 15 χρόνια για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στο χαμηλό επίπεδο του 7,28% που καταγράφηκε τον Μάιο του 2008.

 

Ανησυχητική χαρακτηρίζει την αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας η Eurobank, κατά την καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της, υπό τον τίτλο «7 Ημέρες Οικονομία», τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι ακόμη και στην περίπτωση που ή ετήσια μεταβολή ήταν διπλάσια της σημερινής, ήτοι από 0,63 στο 1,26, θα χρειαζόταν να περάσουν προσεγγιστικά 15 χρόνια για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στο χαμηλό επίπεδο του 7,28% που καταγράφηκε τον Μάιο του 2008.

Επισημαίνεται πως δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι το ποσοστό της ανεργίας μέσα σε έξι χρόνια εκτοξεύθηκε κατά 19,7 ποσοστιαίες μονάδες.

Σύμφωνα με την ανάγνωση των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ), οι αναλυτές της τράπεζας παρατηρούν πως η ελληνική αγορά εργασίας -σε όρους απασχόλησης, ανεργίας και εργατικού δυναμικού- έφτασε σε ένα σημείο «καμπής» (σταμάτησε η επιτάχυνση της χειροτέρευσης των επί μέρους δεικτών) στα μέσα του 2012 και από τον Απρίλιο του 2014 (πάντα σε ετήσια βάση) παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης. Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, η αναζωογόνηση στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και η σταθερότητα στο φορολογικό σύστημα αποτελούν παράγοντες που δύνανται να βελτιώσουν τους επί μέρους δείκτες στην αγορά εργασίας με πιο γρήγορο ρυθμό.

Ενθαρρυντική για την ανάκαμψη η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας

Στην ανάλυση σημειώνεται ακόμη πως η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται και τονίζεται ότι γεγονός αυτό δύναται να επιφέρει σημαντικά οφέλη τόσο στο κόστος δανεισμού όσο και στην βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ).

Ύστερα από σχεδόν 21 μήνες (από τον Δεκέμβριο του 2012), ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s αναβάθμισε την ελληνική οικονομία από το επίπεδο B- στο επίπεδο B. Σύμφωνα με τη δημοσιευμένη έκθεση, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια δημοσιονομικής σταθεροποίησης και για τα επόμενα χρόνια αναμένεται να διατηρήσει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2%. 

Το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό, για τους αναλυτές της Eurobank, για δύο λόγους:

  1. Η στρατηγική διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων (ή τουλάχιστον εξάλειψης των ελλειμμάτων) σηματοδοτεί από την πλευρά του κράτους την συνέχιση του νοικοκυρέματος των δημοσιονομικών του. Η σηματοδότηση αυτή επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τις προσδοκίες και σαν συνέπεια τις αποφάσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (εγχώριων και από την αλλοδαπή) για καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες αντίστοιχα. Για παράδειγμα, σημερινά δημοσιονομικά ελλείμματα δημιουργούν προσδοκίες για αύξηση της φορολογίας και του δανεισμού από την πλευρά της κυβέρνησης στο μέλλον (μειώνονται τα κίνητρα για επένδυση σήμερα). Στην περίπτωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης αυξάνεται η πιθανότητα να δημιουργηθούν οι αντίστροφες προσδοκίες, δηλαδή για χαμηλότερη φορολογία και χαμηλότερο επίπεδο δανεισμού (μείωση του φαινομένου της εκτόπισης του ιδιωτικού τομέα) στο μέλλον (αυξάνονται τα κίνητρα για επένδυση σήμερα).
  2. Η μελλοντική εξέλιξη του λόγου του δημοσίου χρέους ως προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την επίτευξη δημοσιονομικών πρωτογενών πλεονασμάτων. 

Πιο συγκεκριμένα, η ετήσια μεταβολή του προαναφερθέντος λόγου συνδέεται:

1.    Αρνητικά με τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων (δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα μειώνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ).
2.    Αρνητικά με θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
3.    Θετικά με το κόστος δανεισμού (π.χ. το επιτόκιο που πληρώνει το κράτος για να δανειστεί στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου).

Συνεπώς, η δημοσιονομική εξυγίανση (εξάλειψη των ελλειμμάτων), η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών αναφορικά με την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας (μείωση των επιτοκίων δανεισμού) και η αύξηση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Επιπλέον, οι αναλυτές σημειώνουν πως το «νοικοκύρεμα» των δημοσιονομικών του κράτους εκτός από την άμεση επίδραση που έχει στη μείωση του δημοσίου χρέους, επηρεάζει και έμμεσα την εξέλιξη αυτής της μεταβλητής μέσω των θετικών μελλοντικών επιδράσεων που έχει στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (για παράδειγμα βλέπε την περίπτωση της οικονομίας της Ιρλανδίας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80’ που κατάφερε παράλληλα με άλλα σημαντικά διαρθρωτικά μέτρα να συνδέσει την δημοσιονομική της εξυγίανση με ισχυρό μονοπάτι ανάκαμψης και μείωσης του δημοσίου χρέους).