Επιφυλακτικά αντιμετωπίζει μεγάλο μέρος των γερμανών οικονομολόγων και αναλυτών τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τη μείωση του επιτοκίου και την αγορά ABS και καλυμμένων ομολόγων.
Επιφυλακτικά αντιμετωπίζει μεγάλο μέρος των γερμανών οικονομολόγων και αναλυτών τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τη μείωση του επιτοκίου και την αγορά ABS και καλυμμένων ομολόγων.
Η ΕΚΤ μείωσε χθες σε νέα ιστορικά χαμηλά το βασικό επιτόκιο χρηματοδότησης, με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης και την αναχαίτιση του αποπληθωρισμού. Παράλληλα, το κεντρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Ευρώπης αποφάσισε την αγορά ενυπόθηκων τίτλων (ABS) και καλυμμένων ομολόγων, χωρίς να προσδιορίσει το ύψος των προγραμμάτων, παραπέμποντας στη συνεδρίαση της 2ας Οκτωβρίου.
Υπερβαίνει τις αρμοδιότητές της η ΕΚΤ
«Σε τελική ανάλυση κοινωνικοποιείται η ανάληψη ευθύνης», υποστηρίζει η Άξελ Βέμπερ, σχολιάζοντας τις πρωτοβουλίες της ΕΚΤ. Σε συνέντευξή του στην Handelsblatt, ο Γερμανός καθηγητής Μακροοικονομίας και πρώην διοικητής της Bundesbank υποστηρίζει ότι τα μέτρα που αποφάσισε το κεντρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Ευρώπης «θεσμοποιούν την κοινοτικοποίηση της ευθύνης στην Ευρωζώνη μέσω του ισολογισμού της ΕΚΤ».
Αυτή η αρμοδιότητα «ανήκει στα εθνικά κοινοβούλια και στη γερμανική βουλή», διευκρινίζει ο Γερμανός οικονομολόγος, προσθέτοντας ότι οι ενέργειες της ΕΚΤ για τη διάσωση του ευρώ «κινούνται στα όρια της δημοσιονομικής πολιτικής».
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η περαιτέρω μείωση του βασικού επιτοκίου στο 0,05% έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα και δεν αναμένεται να επηρεάσει αισθητά την οικονομική συγκυρία. Αντίθετα, τα προγράμματα αγοράς ABS και καλυμμένων ομολόγων συνιστούν ένα ουσιαστικό βήμα στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ρευστότητας στην Ευρωζώνη.
Πρόκειται για μια κίνηση υψηλού ρίσκου, υποστηρίζουν οι επικριτές της απόφασης της ΕΚΤ, παραπέμποντας στο γεγονός ότι στους ενυπόθηκους τίτλους μπορεί κανείς να «πακετάρει» θαυμάσια τοξικά δάνεια. Ας μην ξεχνούμε ότι τα ABS είναι συνυπεύθυνα για την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007.
Με αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει η ΕΚΤ να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στη σύνθεση των τίτλων, εκτιμά ο Γενς Μίνχρατ στο κύριο άρθρο της Handelsblatt, τονίζοντας ότι θα πρέπει να προτιμηθούν τίτλοι υψηλής φερεγγυότητας, προκειμένου να μην κατηγορηθεί η ΕΚΤ ότι έγινε η bad bank της Ευρώπης. Σύμφωνα με πληροφορίες της Deutsche Welle στο σημείο αυτό επιμένουν και οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γερμανίας και της Ολλανδίας.
Χθες και ο πρόεδρος του ινστιτούτου Ifo, Χανς-Βέρνερ Ζιν, είχε εκφράσει την αντίθεσή του στα μέτρα της ΕΚΤ, για την οποία υποστήριξε πως «εξήντλησε πρόωρα το οπλοστάσιό της και μείωσε υπερβολικά τα επιτόκια». Ο Γερμανός οικονομολόγος, αναφερόμενος στην πρόθεση της ΕΚΤ να προχωρήσει στην αγορά ομολόγων, παρατήρησε ότι με τον τρόπο αυτό η κεντρική τράπεζα «αναλαμβάνει το επενδυτικό ρίσκο των επενδυτών, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται να κάνει, καθώς πρόκειται για μέτρα δημοσιονομικού και όχι νομισματικού χαρακτήρα».
«Φυσιολογική η χαμηλή ανάπτυξη μετά από μια φούσκα χρέους»
«Ακόμη και αυτό το πακέτο μέτρων που αποφασίστηκε χθες καταδεικνύει ότι η ΕΚΤ εξακολουθεί να ενεργεί στο ίδιο πρότυπο», παρατηρούν σε ανάλυσή τους οι οικονομολόγοι της γερμανικής Commerzbank, επισημαίνοντας ότι «δυστυχώς η ΕΚΤ δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί ότι μετά από το σκάσιμο μιας φούσκας χρέους, η οικονομική ανάπτυξη και ο πληθωρισμός κινούνται σε χαμηλά επίπεδα και ότι αυτό είναι φυσιολογικό».
Οι οικονομολόγοι της Commerzbank προσθέτουν ότι η ποσοτική χαλάρωση εκτινάσσει στα ύψη τις τιμές των αξιογράφων και των ακινήτων, χωρίς να δίνει ώθηση στην ανάπτυξη.
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι εξαντλούνται σιγά-σιγά τα πυρομαχικά του Μάριο Ντράγκι στην μάχη για την αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού. Το μόνο που απομένει είναι ένα ευρύ πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων, κάτι που θεωρείται έμμεση κρατική χρηματοδότηση. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ντράγκι και η ΕΚΤ έκαναν αυτό που έπρεπε και μπορούν να κάνουν για την τόνωση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, εξαντλώντας το οπλοστάσιο της νομισματικής πολιτικής, αγγίζοντας, μάλιστα, τα όρια της δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν μπορεί να είναι εσαεί ο πυροσβέστης της Ευρωζώνης, καθώς έφτασε στα όρια των δυνατοτήτων της.
«Αυτό φαίνεται να το αντιλαμβάνεται και ο Ντράγκι και ίσως για αυτό τον λόγο να ζητά την στήριξη του πολιτικού κόσμου. Ίσως για αυτό να ζήτησε την δημοσιονομική στήριξη της πολιτικής στην Σύνοδο των Κεντρικών Τραπεζιτών στο Jackson Hole των ΗΠΑ», σχολιάζει ο Γενς Μίνχρατ.
Μαζί του συμφωνούν και άλλοι αναλυτές, που τονίζουν ότι ήλθε επιτέλους η ώρα το πολιτικό προσωπικό των χωρών της Ευρωζώνης να αναλάβει τις ευθύνες του, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη, υλοποιώντας τις δέουσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επανεξετάζοντας τις δημοσιονομικές προτεραιότητες. Οι θεματοφύλακες της νομισματικής πολιτικής έκαναν το καθήκον τους και διασφάλισαν χρόνο στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Το μπαλάκι είναι τώρα στην πλευρά των πολιτικών.
Πηγή: Deutsche Welle