Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 25 Αυγούστου 2014 12:15

G.Wolff στο naftemporiki.gr: Η Γερμανία να κάνει περισσότερα

Το δίπτυχο της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ και της επενδυτικής κρούσης από τη Γερμανία προτάσσει ο διευθυντής του Bruegel Guntram Wolff ως την αποτελεσματικότερη απάντηση στη στασιμότητα η οποία επιμένει στο Ευρώ. Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού think tank εκφράζει στο naftemporiki.gr την πεποίθηση ότι η Ευρωζώνη μπορεί και πρέπει να κάνει περισσότερα.

Το δίπτυχο της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ και της επενδυτικής κρούσης από τη Γερμανία προτάσσει ο διευθυντής του Bruegel Guntram Wolff ως την αποτελεσματικότερη απάντηση στη στασιμότητα η οποία επιμένει στο Ευρώ. Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού think tank εκφράζει στο naftemporiki.gr την ανησυχία του για τον παρατεταμένο χαμηλό πληθωρισμό ο οποίος κατά τη γνώμη του διακυβεύει την προοπτική της Ευρωζώνης.

Πώς ερμηνεύετε τη στασιμότητα η οποία καταγράφεται στην οικονομία της Ευρωζώνης; Σε ποιον βαθμό τη χαρακτηρίζετε ανησυχητική και ποια βήματα συνιστάτε στη διοίκηση του Ευρώ;

Η σημερινή οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Δύο είναι οι κύριες εξελίξεις: Πρώτον, η παρατεταμένη πλέον μείωση των ποσοστών του πληθωρισμού, μακριά από το 2% που αποτελεί τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό έχουν αποδειχθεί λανθασμένες τα τελευταία 1-2 χρόνια). Δεύτερον, η αρνητική εξέλιξη της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, στις οποίες έχει μετριαστεί ιδιαίτερα η οικονομική μεγέθυνση, με αποτέλεσμα να χρειάζονται επείγουσες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αντιστραφεί η εικόνα.

Από την άλλη πλευρά, σημειώνονται θετικές εξελίξεις σε επίπεδο ανάπτυξης σε κάποιες από τις χώρες της περιφέρειας του Ευρώ, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία -σ’ έναν βαθμό και η Ελλάδα. Αυτό αποτελεί καλό σημάδι που δείχνει ότι κατά ένα μέρος η προσαρμογή η οποία προηγήθηκε σε αυτές τις χώρες ήταν επιτυχημένη. Βεβαίως, οφείλει να επισημάνει κανείς ότι αυτή η ανάκαμψη έχει ως αφετηρία ένα πραγματικά χαμηλό σημείο, καθώς προηγήθηκε πολύ μεγάλη πτώση.

Θα λέγατε ότι η ελληνική οικονομία είναι σήμερα σταθερή; Σημειωτέον, το ζήτημα του χρέους παραμένει ανοιχτό.

Οι προβολές για το χρέος έως και πριν από το καλοκαίρι καταδείκνυαν επικείμενη μείωση, ωστόσο, οφείλει κανείς να επισημάνει ότι αυτές βασίστηκαν σε προηγούμενες ρωμαλέες υποθέσεις όσον αφορά στα ποσοστά του πληθωρισμού. Το σημερινό ποσοστό πληθωρισμού σε επίπεδο Ευρωζώνης, της τάξης του 0,4%, καθιστά πάρα πολύ δύσκολο το εγχείρημα. Προβλέπω ότι οι υποθέσεις αυτές είναι πολύ αισιόδοξες και κατ’ επέκταση θεωρώ πολύ δύσκολη την επαλήθευση των σεναρίων για το χρέος που βασίζονται ακριβώς σε αυτές.

Ποιες είναι οι εκτιμήσεις του Bruegel αναφορικά με το μέγεθος των επιπτώσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία από το ρωσικό εμπάργκο;

Το ζήτημα του ρωσικού εμπάργκο έχει τρία «κανάλια»: το εμπορικό, το χρηματοπιστωτικό και εκείνο της αυτοπεποίθησης. Στα δύο πρώτα επίπεδα ο αντίκτυπος είναι δεδομένος, αλλά δεν είναι και τεράστιος, καθώς τα νούμερα οφείλουν να θέτουν σε εγρήγορση, αλλά είναι διαχειρίσιμα από μία οικονομία όπως η Ευρωζώνη. Στο τρίτο επίπεδο οι εκτιμήσεις είναι και οι πιο δύσκολες, αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν στρατιωτικές συγκρούσεις στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ -όπως και στη Μέση Ανατολή (ISIS) αλλά και στη Γάζα, η οποία βρίσκεται για παράδειγμα πολύ κοντά στην Κύπρο- αναμφίβολα προκαλεί αστάθεια με συνέπειες στα πεδία των επενδύσεων, της κατανάλωσης κ.ο.κ. Αυτά είναι κακά νέα για την οικονομία.

Μέσα στο πλαίσιο το οποίο περιγράφετε είναι κατά τη γνώμη σας αρκετός ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας;

Θεωρώ ότι η ΕΚΤ βρίσκεται πίσω από τις εξελίξεις. Βεβαίως, είναι ξεκάθαρο ότι βρίσκεται σε μία δύσκολη θέση, διότι από τη μία πλευρά η ίδια έχει ορθά ανακοινώσει το OMT (πρόγραμμα αγοράς ομολόγων), από την άλλη πλευρά υπάρχει το πολιτικό πρόβλημα της επιβράδυνσης της προόδου σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων της οικονομίας της Ευρωζώνης. Πέρα από τη νομισματική πολιτική, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις. Όταν οι μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται, η νομισματική πολιτική έχει τελικώς αρνητικά αποτελέσματα, διανέμοντας πόρους ανά την Ένωση. Συνεπώς, η ΕΚΤ μπορεί και πρέπει να κάνει περισσότερα. Άλλωστε, έχει εξουσιοδοτηθεί να κάνει περισσότερα. Αλλά αυτό θα πρέπει να πλαισιωθεί από μία ευρύτερη σειρά πολιτικών κινήσεων.

Την ίδια ώρα, στην κορυφή της ΕΚΤ, είναι κατά τη γνώμη μου απαραίτητο ένα κατάλληλο δημοσιονομικό μάνατζμεντ, το οποίο θα πρέπει να προέλθει από τις χώρες με δημοσιονομικά περιθώρια. Ειδικότερα, η Γερμανία θα πρέπει να επενδύσει περισσότερα στις υποδομές, στην εκπαίδευση κ.ά. Πρέπει να κινηθεί πιο δραστικά, να αποτελέσει τη λοκομοτίβα (ατμομηχανή) για την περιοχή του Ευρώ. Να το κάνει περισσότερο απ’ ό,τι το κάνει σήμερα. Βεβαίως, μαζί της θα πρέπει να συνταχθούν προς αυτήν την κατεύθυνση και άλλες βόρειες χώρες, όπως η Ολλανδία, αξιοποιώντας τα δημοσιονομικά τους περιθώρια με έναν παραγωγικό τρόπο, ώστε να αυξήσουν τη δυναμική αλλά και τη ζήτηση στην Ευρωζώνη.

Χρειάζονται, άλλωστε, περισσότεροι μηχανισμοί για περισσότερη ζήτηση. Θα πρέπει να διαδραματίσει πιο σημαντικό ρόλο η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, υποστηρίζοντας τα ευρωπαϊκά δίκτυα πιο στοχευμένα σε κάποιες χώρες. Αναμφίβολα υπάρχει η ευρωπαϊκή διάσταση στο μάνατζμεντ της ζήτησης, αλλά σε αυτήν τη φάση θα πρέπει να βγει πιο μπροστά η εθνική διάσταση, με πρωταγωνιστές τα κράτη – μέλη με δημοσιονομικά περιθώρια και όχι κράτη – μέλη όπως η Ιταλία και η Γαλλία. Το Παρίσι μπορεί να αναλάβει κάποιες πρωτοβουλίες, αλλά το Βερολίνο είναι αυτό που θα πρέπει να κάνει περισσότερα. Κάτι που, δυστυχώς, δεν βλέπω να συμβαίνει.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas