Το «φάντασμα της χρεοκοπίας» στην Αργεντινή επισκιάζει τη θερινή ραστώνη και προκαλεί ποικίλα σχόλια στον γερμανόφωνο Τύπο.
Το «φάντασμα της χρεοκοπίας» στην Αργεντινή επισκιάζει τη θερινή ραστώνη και προκαλεί ποικίλα σχόλια στον γερμανόφωνο Τύπο.
Η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine κάνει λόγο για το «σοκ της Αργεντινής». Όπως γράφει, «οι περισσότεροι παρατηρητές ανέμεναν ότι θα υπάρξει κάποιος διακανονισμός της τελευταίας στιγμής. Άλλωστε τους περασμένους μήνες και με δεδομένο ότι τα συναλλαγματικά της αποθέματα συρρικνώνονται, η κυβέρνηση (της Αργεντινής) είχε κάνει σημαντικά βήματα για να αποκαταστήσει την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Αυτή η πρόσβαση φαίνεται τώρα να απομακρύνεται».
Η εφημερίδα προσθέτει: «Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς, γιατί μία κυβέρνηση που έχει σχεδόν ξεμείνει από συνάλλαγμα, αρχικά εμβάζει 650 εκατομμύρια δολάρια στο “Κλαμπ των Παρισίων” ως ένδειξη καλής θελήσεως και πριν καν καταστούν ληξιπρόθεσμες οι σχετικές απαιτήσεις, αλλά στη συνέχεια σπεύδει να γκρεμίσει τις γέφυρες προς την αγορά κεφαλαίων. Φαίνεται ότι δεν είναι οικονομικοί, αλλά πολιτικοί οι λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση της Αργεντινής σε πορεία σύγκρουσης με τα hedge funds».
Κριτική στην Κίρχνερ, αλλά και σε προκατόχους της από την Süddeutsche Zeitung με ορολογία γουέστερν: «Ο γκρίνγκο φταίει για όλα» τιτλοφορείται το σχετικό ρεπορτάζ. Προφανές το υπονοούμενο: η πρόεδρος Κίρχνερ προσπαθεί να μετακυλίσει ευθύνες σε Ευρώπη και Αμερική, αντλώντας έμπνευση από τον ιδιαίτερα δημοφιλή στη δεκαετία του ´40, Χουάν Νοτμίνγκο Περόν.
Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι «η διαφθορά, η οικονομική κακοδιαχείριση, τα χρέη και η ιδιοτέλεια ερήμωσαν την άλλοτε ακμάζουσα οικονομία της Αργεντινής και η χώρα δεν κατάφερε να αυξήσει τον πλούτο της, παρά την αφθονία της σε πρώτες ύλες και τις δημιουργικές ικανότητες των ανθρώπων της. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του ´90 η οικονομία της χώρας βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση, όταν ο νεοφιλελεύθερος Κάρλος Μένεμ επέβαλε ιδιωτικοποιήσεις, διαλύοντας τους σιδηροδρόμους και την εξαγωγική βιομηχανία. Τότε επινοήθηκε η πρόσδεση στο δολάριο και η Αργεντινή εξέδωσε επισφαλή ομόλογα, ελπίζοντας σε μία ως εκ θαύματος μελλοντική οικονομική άνθηση. Όμως το 2001 το σύστημα Μένεμ κατέρρευσε».
Η σύγκριση με το 2002
Πολιτικά κίνητρα καταλογίζει στην πρόεδρο της Αργεντινής και ο ανταποκριτής της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt στη Λατινική αμερική, υποστηρίζοντας ότι «αξιοποιεί με επιδεξιότητα την κρίση χρέους, για να αντλήσει πολιτικό κεφάλαιο».
Όπως παρατηρεί ο αρθρογράφος, «η επιχειρηματολογία της Κίρχνερ συνίσταται στο ότι η Αργεντινή δεν μπορεί καν να χρεοκοπήσει, ίσια ίσα που θέλει κιόλας να πληρώσει, αλλά να που εκείνος ο δικαστής στη Νέα Υόρκη την αποτρέπει. Το ότι ελάχιστη συμπαράσταση βρίσκει στην επιχειρηματολογία της δεν την εμποδίζει να διαλαλεί την επιτυχία της αποστολής της. Ισχυρίζεται ότι ο κόσμος θα πρέπει να ανακαλύψει έναν νέο όρο γι αυτό που συμβαίνει στην Αργεντινή, το οποίο πάντως δεν είναι πιστωτικό επεισόδιο. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο διαστρεβλώνει πλήρως τη σχέση αιτιότητας για μία κρίση χρέους, την οποία η ίδια της η χώρα είχε προκαλέσει».
Τι θα γίνει από δω και μπρος; Η εφημερίδα Kölner Stadt Anzeiger υποστηρίζει ότι οι συνέπειες δεν θα είναι τόσο δραματικές όσο το 2002. Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, «μάλλον είναι απίθανο να επαναληφθεί το χάος που ξέσπασε πριν από μία δεκαετία και οδήγησε τέσσερις προέδρους σε παραίτηση μέσα σε ένα μήνα, προκάλεσε πολλά ανθρώπινα θύματα, οδήγησε σε μία συρρίκνωση της οικονομίας κατά τουλάχιστον 10% και στην εξαθλίωση της μεσαίας τάξης και των οικονομικά αδύναμων. Ήδη σήμερα η Αργεντινή έχει αποκοπεί από την αγορά κεφαλαίων και δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις αγορές ομολόγων. Ωστόσο το νόμισμα της Αργεντινής, το πέσο, θα χάσει ακόμα περισσότερο την αξία του, παρασύροντας σε σπιράλ υποτιμήσεων και άλλα λατινοαμερικανικά νομίσματα».
«Δικαίωμα» σε 1.600% κέρδος;
Δεν λείπουν πάντως και τα εύσημα προς την Αργεντινή και την κυβέρνησή της, κυρίως από πιο «εναλλακτικές» γερμανικές εφημερίδες.
Η Frankfurter Rundschau σημειώνει: «Και αυτή τη φορά η χώρα θα υποφέρει, και πάλι οι οικονομικά αδύναμοι θα υποφέρουν περισσότερο από όλους. Ωστόσο, κάποια πράγματα έχουν αλλάξει. Μπορεί η οικονομία να μην είναι τόσο εύρωστη όσο θέλει να πιστεύει η πρόεδρος της χώρας, μπορεί ο πληθωρισμός να είναι μεγαλύτερος από όσο υποδεικνύουν οι επίσημες παραδοχές, μπορεί να συρρικνώνονται τα συναλλαγματικά αποθέματα, αλλά η Αργεντινή έχει σταθεροποιηθεί σε σημαντικό βαθμό υπό τη διακυβέρνηση της Κίρχνερ. Το νεοφιλελεύθερο ξεπούλημα του Κάρλος Μένεμ έχει αντιστραφεί με αποτέλεσμα το κράτος να μπορεί και πάλι να αναλάβει δράση. Η χώρα έχει βρει ισχυρούς συμμάχους στη Βραζιλία, την Κίνα, τη Βενεζουέλα, που μπορούν να βοηθήσουν. Η κυβέρνηση έχει μία πραγματική ευκαιρία να αντισταθεί στα αρπακτικά των funds και στους εκβιασμούς τους. Και δεν μπορεί παρά να τη συγχαρεί κανείς για το θάρρος που επιδεικνύει, να αξιοποιήσει την ευκαιρία αυτή».
Και η Tageszeitung του Βερολίνου εγκωμιάζει την τακτική της Αργεντινής: «Η Αργεντινή επέλεξε τον δρόμο που εμπεριέχει μικρότερο ρίσκο. Οι εταιρίες αξιολόγησης κάνουν λόγο για «χρεοκοπία» και αυτό θα ήταν οδυνηρό, εάν η Αργεντινή πραγματικά δεν είχε χρήματα. Όμως η Αργεντινή μπορεί και θέλει να πληρώσει - δεν θέλει όμως να πληρώσει τους κερδοσκόπους που δικαίως αποκαλούνται «αρπακτικά» και που θεωρούν αυτονόητο δικαίωμά τους να βγάζουν κέρδος 1.600% επικαλούμενοι την απόφαση ενός δικαστηρίου στη Νέα Υόρκη».
Πηγή: Deutsche Welle