Σημαντικό παράγοντα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι η ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να απορροφήσει χρηματοδοτικούς πόρους από άλλες εναλλακτικές πηγές εκτός τραπεζικού συστήματος τονίζει σε έκθεσή του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)
Σημαντικό παράγοντα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι η ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να απορροφήσει χρηματοδοτικούς πόρους από άλλες εναλλακτικές πηγές εκτός τραπεζικού συστήματος τονίζει σε έκθεσή του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ αυτό μπορεί να βοηθήσει στο να ξεπεραστεί η κρίση και να δοθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να αποπληρώσουν τα υπάρχοντα δάνειά τους (εξυπηρετούμενα και μη εξυπηρετούμενα) στις τράπεζες.
Έτσι συνεχίζει το ΚΕΠΕ, με τον τρόπο αυτό οι επιχειρήσεις (αλλά και τα νοικοκυριά) μπορούν να συνεισφέρουν αποτελεσματικά και στην σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
Η συγκεκριμένη επισήμανση απορρέει από την καταγεγραμμένη αμφίδρομη σχέση που υπάρχει μεταξύ της πραγματικής οικονομίας με το τραπεζικό σύστημα (όπως αυτή καταγράφεται από την σχέση των δανειακών χαρτοφυλακίων με τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών).
Ακόμη υπογραμμίζει πως η ορθή και απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ θεωρείται προϋπόθεση σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της σύνθεσης των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, ώστε και να αναδυθεί μια υγιής πιστωτική ανάπτυξη της οικονομίας και να αποφευχθούν τα τραπεζικά λάθη του παρελθόντος.
Ανάλυση
Ειδικότερα το ΚΕΠΕ αναφέρει ότι μια οικονομία η οποία το χρονικό διάστημα 2009-2013 έχασε το 24% περίπου του πραγματικού της ΑΕΠ δυσκολεύεται να δημιουργήσει ενδογενώς νέα εποπτικά κεφάλαια για το τραπεζικό σύστημα καθώς, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης, τα υπάρχοντα δάνεια εξυπηρετούνται μερικώς.
Τα δανειακά χαρτοφυλάκια δηλαδή (που είναι ο καθρέπτης της πραγματικής οικονομίας) τονίζει ότι δεν δημιουργούν την απαραίτητη κερδοφορία στις τράπεζες που είναι το κυριότερο συστατικό των νέων εποπτικών τους κεφαλαίων.
«Κατά συνέπεια και το τραπεζικό σύστημα με την σειρά του δυσκολεύεται να ικανοποιήσει τους κεφαλαίουχικούς όρους της Βασιλείας ΙΙ & ΙΙΙ και, κατ’ επέκταση, εισάγει έναν ενισχυμένο βαθμό αβεβαιότητας για την μελλοντική φερεγγυότητά του. Το γεγονός αυτό δημιουργεί δυσχέρειες στο να προσελκύσει νέους καταθέτες που αποτελούν την κυριότερη πηγή νέας τραπεζικής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας».
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα στην Ελλάδα, συνεχίζει το ΚΕΠΕ, το κρίσιμο ζήτημα της εναλλακτικής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας αναδεικνύεται επιτακτικά λόγω και των νέων υψηλότερων απαιτήσεων που αναμένονται για τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών για το χρονικό διάστημα 2014-2019, σε ό,τι αφορά την πιστωτική τους επέκταση. Μάλιστα στην ενδιάμεση έκθεσή της ΤτΕ για την Νομισματική Πολιτική (Δεκέμβριος 2013) επισημαίνεται η αναγκαιότητα προώθησης εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών της χώρας.
Επιπρόσθετα η έκθεση αυτή ξεκαθαρίζει ότι όσο οι αποταμιεύσεις έχουν αρνητική πορεία, πιέζοντας την καταθετική βάση του τραπεζικού συστήματος, η εύρεση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των επενδυτικών τους σχεδίων γίνεται επιτακτικότερη.
Έτσι η παραπάνω ενδιάμεση έκθεση προχωρά σε εναλλακτικές προτάσεις ώστε να στηριχθεί χρηματοδοτικά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η πραγματική οικονομία (ειδικά οι επιχειρήσεις).
Οι προτάσεις:
Επιπροσθέτως, συνεχίζει η έκθεση του ΚΕΠΕ, οι εναλλακτικές προτάσεις χρηματοδότησης της οικονομίας θα μπορούσαν να περιλάβουν:
Ταυτόχρονα, καταλήγει το ΚΕΠΕ, με την δημιουργία των παραπάνω εναλλακτικών χρηματοοικονομικών εργαλείων πρέπει και η πραγματική οικονομία της χώρας να είναι σε θέση να αποδείξει την ικανότητα να αξιοποιήσει, με βάση τις δυνατότητές της, τις όποιες παρεχόμενες ευκαιρίες.
«Η ικανότητα της πραγματικής οικονομίας να επιτύχει την απορρόφηση των προαναφερθέντων κονδυλίων, ώστε να υλοποιήσει τις όποιες επιχειρηματικές προτάσεις, θα βοηθήσει άμεσα στην στήριξη της παραγωγής και κατ’ επέκταση θα δώσει την δυνατότητα για αποπληρωμή, από μέρους των επιχειρήσεων, των όποιων παλαιότερων δανείων (εξυπηρετούμενων και μη εξυπηρετούμενων) προς τις εμπορικές τράπεζες.
Όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ οι αποπληρωμές αυτές των δανείων θα βοηθήσουν σημαντικά στην ανεύρεση και ενίσχυση των απαιτούμενων –από την Βασιλεία ΙΙΙ– εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών αποτρέποντας έτσι σε σημαντικό βαθμό και τον όποιο μελλοντικό πιστωτικό κίνδυνο για αυτές.
«Μια τέτοια εξέλιξη οδηγεί στην διαχρονική αποκατάσταση της φερεγγυότητας του τραπεζικού μας συστήματος απέναντι και στους εν δυνάμει αποταμιευτές (εγχώριους και διεθνείς), οι οποίοι αποτελούν και την κυριότερη πηγή νέας χρηματοδότησης της οικονομίας. Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να περιορισθεί σημαντικά και ο οποιοσδήποτε τυχόν κίνδυνος για ανάγκη περαιτέρω ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού μας συστήματος» καταλήγει.