Νέα ρύθμιση των επιχειρηματικών οφειλών ζητεί η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), επαναφέροντας στο προσκήνιο το θέμα των «κόκκινων» δανείων.
Νέα ρύθμιση των επιχειρηματικών οφειλών ζητεί η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), επαναφέροντας στο προσκήνιο το θέμα των «κόκκινων» δανείων.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας αναφορικά με τα μη εξυπηρετούμενα εταιρικά δάνεια προκαλούν έντονο προβληματισμό και απόγνωση τόσο στους εκπροσώπους της αγοράς όσο και στους υπεύθυνους άσκησης/χάραξης κυβερνητικής πολιτικής.
Ενδεικτικά αναφέρεται πως κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, από τα 116 δισ. χορηγηθέντων επιχειρηματικών δανείων, τα 42 δισ. έχουν χαρακτηριστεί ως μη εξυπηρετούμενα, με αποτέλεσμα η αναλογία των «κόκκινων» δανείων επί του συνόλου να διαμορφώνεται στο 36,2%, καταγράφοντας αύξηση σε σύγκριση με το 2013 (32,0%).
Ακόμη πιο απογοητευτική είναι η εικόνα που προκύπτει για τις χορηγήσεις αξίας 23 δισ. ευρώ που έχουν λάβει οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα, με το ποσοστό των καθυστερούμενων δανείων να ανέρχεται στα 10,8 δισ. ευρώ ή στο 47% επί του συνόλου.
Ως εκ τούτου, η μόνη βιώσιμη λύση αμφίδρομης ωφέλειας/χρησιμότητας τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τα τραπεζικά ιδρύματα, αποτυπώνεται, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, στην επανενεργοποίηση του μοναδικού νομικού πλαισίου που έχει υπάρξει έως σήμερα, του νόμου 3816/2010.
Στο συγκεκριμένο νόμο είχαν δικαίωμα υπαγωγής όλες οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές τουλάχιστον τριών μηνών προς τα πιστωτικά ιδρύματα από επιχειρηματικό δάνειο.
Στις μη καταγγελθείσες συμβάσεις, η αποπληρωμή έχει διάρκεια ίση με τον συμβατικό χρόνο. Στις καταγγελθείσες συμβάσεις, η αποπληρωμή ξεπερνά τον συμβατικό χρόνο κατά δύο έτη χωρίς να είναι συνολικά μικρότερος από επτά έτη. Τα δύο πρώτα έτη καταβάλλονται μόνο τόκοι και εν συνεχεία ισόποσες περιοδικές δόσεις. Στις καταγγελθείσες συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού η αποπληρωμή πραγματοποιείται σε επτά έτη με ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Ο υπολογισμός των τόκων γίνεται με συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Από τη δημοσίευση του νόμου πάγωναν τα αναγκαστικά μέτρα κατά των οφειλετών που αποφάσισαν την υπαγωγή τους σε αυτόν.
Παράλληλα, στο συγκεκριμένο νόμο μπορούσαν να υπαχθούν και όσες επιχειρήσεις είχαν ενήμερες οφειλές στα πιστωτικά ιδρύματα αλλά αντιμετώπιζαν προβλήματα στην εξυπηρέτησή τους. Στην περίπτωση αυτή, οι επιχειρήσεις είχαν μία εκ των ακόλουθων τριών επιλογών: 1. Περίοδο χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τόκων και κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και κεφαλαιοποίηση των τόκων στη λήξη της περιόδου χάριτος, 2. Αναστολή για μία 2ετία της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στην διάρκεια της αναστολής, 3. Παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου κατά τρία έτη.
Στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δίνονταν στον οφειλέτη τα ακόλουθα δικαιώματα: 1. Να αποπληρώσει το κατάλοιπο του λογαριασμού σε πέντε έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, καταβάλλοντας κατά το πρώτο έτος μόνο τόκους. Για τον υπολογισμό των τόκων ισχύει το συμβατικό επιτόκιο, 2. Αν μειωθεί ή δεν ανανεωθεί μονομερώς από το πιστωτικό ίδρυμα το πιστωτικό όριο της σύμβασης, μπορεί να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού σε πέντε έτη.
Όπως αναφέρει η ΕΣΕΕ, στον σχετικό νόμο υπήρχε πρόνοια και για τα δάνεια που είχαν χορηγηθεί σε πυρόπληκτες περιοχές, με 2ετή αναστολή της χρεολυτικής αποπληρωμής του δανείου, αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας και καταβολή των τόκων στην διάρκεια της αναστολής. Ωστόσο, ο νόμος δεν προέβλεπε ένταξη στις ρυθμίσεις του για τα δάνεια που είχαν ληφθεί με την εγγύηση του πρώην ΤΕΜΠΜΕ, πράγμα που πρέπει να θεραπευθεί με τη νέα ρύθμιση, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ.