Προβληματισμό για τη βιωσιμότητα της κάλυψης των δανειακών αναγκών της χώρας από τις αγορές, στην προσπάθεια απαγκίστρωσης από τα δάνεια του μηχανισμού στήριξης και τα μνημόνια, προκαλεί η αρνητική εξέλιξη στην έκδοση του τριετούς ομολόγου
Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Προβληματισμό για τη βιωσιμότητα της κάλυψης των δανειακών αναγκών της χώρας από τις αγορές, στην προσπάθεια απαγκίστρωσης από τα δάνεια του μηχανισμού στήριξης και τα μνημόνια, προκαλεί η αρνητική εξέλιξη στην έκδοση του τριετούς ομολόγου.
Το συγκυριακά αρνητικό κλίμα για τα ομόλογα της περιφέρειας της Ευρωζώνης έπληξε την έκδοση των τριετών ομολόγων, με αποτέλεσμα να μην καλυφθεί το ποσό των 3 δισ. ευρώ που είχε στόχο το υπουργείο Οικονομικών, αλλά καθώς οι προσφορές περιορίστηκαν στο ποσό των 3 δισ. ευρώ απορροφήθηκε ποσό της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ και με επιτόκιο 3,5%.
Υπογραμμίζεται πως, όπως αναφέρουν οι «Financial Times», η κρίση της πορτογαλικής τράπεζας Espirito Santo δημιούργησε αρνητικό κλίμα για τα ομόλογα των κρατών της περιφέρειας της Ευρωζώνης, που έπληξε τη δεύτερη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Οι επιπτώσεις αποτυπώθηκαν τόσο στις χαμηλές προσφορές όσο και στο επιτόκιο.
Οι αρχικές προσδοκίες του ΥΠΟΙΚ ήταν να κινηθεί στο 3%, αλλά όταν το κλίμα άρχισε να επιβαρύνεται, ο στόχος αναπροσαρμόστηκε στο 3,5%, όπου και διαμορφώθηκε, αλλά χωρίς να καλυφθεί ο στόχος του ποσού.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην προηγούμενη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, τον περασμένο Απρίλιο, το ποσό που ζητούσε το υπουργείο Οικονομικών ήταν 3 δισ. ευρώ και οι προσφορές των ξένων (κυρίως) θεσμικών ήταν επταπλάσιες, καθώς διαμορφώθηκαν σε 20,8 δισ. ευρώ. Αλλη μία διαφορά σε σύγκριση με την προηγούμενη έκδοση είναι πως, ενώ τον Απρίλιο όλοι οι ξένοι αναλυτές ήταν υπέρ της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, αυτή τη φορά οι εκτιμήσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν μοιρασμένες.
Στη σχετική ανακοίνωσή του, με την οποία γνωστοποιεί το αποτέλεσμα της έκδοσης του ομολόγου, το υπουργείο Οικονομικών σημειώνει πως «παρά το εξαιρετικά δυσμενές κλίμα που διαμορφώθηκε χθες και σήμερα στις διεθνείς αγορές, και ιδίως στις αγορές της περιφέρειας, η Ελλάδα άντλησε σήμερα 1,5 δισ. ευρώ από το σύνολο των 3 δισ. ευρώ που ενεγράφη στα βιβλία προσφορών με τοκομερίδιο 3,375% (επιτόκιο 3,5%).
Η κυβέρνηση εκφράζει την ικανοποίησή της που ακόμη μία φορά οι διεθνείς επενδυτές έδειξαν την εμπιστοσύνη τους στην ελληνική οικονομία. Ετσι, συνεχίζεται η προσπάθεια της δημιουργίας μιας πλήρους καμπύλης επιτοκίων».
Οπως εξήγησε κορυφαίος παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών, «στόχος μας δεν ήταν τα ποσά που θα εισπράξουμε, αλλά το ότι μπορούμε να τα πάρουμε (παρά τις δυσμενείς συνθήκες) και με σωστό επιτόκιο».
Η ίδια πηγή θεωρεί πως χαρακτηριστικό του θετικού αποτελέσματος της δημοπρασίας, παρά το «αίσθημα ανασφάλειας στους επενδυτές, που τελικά δεν ήταν τοπικό», όπως είπε, είναι το γεγονός ότι το spread (διαφορά επιτοκίου) με τα αντίστοιχα πορτογαλικά ομόλογα μειώθηκε στις 200 μονάδες βάσης από 240 μονάδες βάσης στην προηγούμενη δημοπρασία του Απριλίου.
Ακόμη ανέφερε πως «η απόδοση θα παραμείνει στο σημερινό επίπεδο», εννοώντας πως δεν θα υποχωρήσει κατά τη διαπραγμάτευση του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά.
Ανάδοχοι της έκδοσης του τριετούς ομολόγου είναι η Bank of America Merrill Lynch, η Deutsche Bank, η Goldman Sachs, η Citi, η JP Morgan, η Morgan Stanley, η Nomura, η HSBC, η UBS και η BNP Paribas.
Γιατί δεν αγόρασαν
Οπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters, οι νέες ανησυχίες για την υγεία της μητρικής εταιρείας της μεγαλύτερης τράπεζας της Πορτογαλίας έπληξαν τα ομόλογα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, περιορίζοντας τη ζήτηση στη δεύτερη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. «Πρόκειται για το πρώτο σημαντικό επεισόδιο contagion στις αγορές της περιφέρειας φέτος», αναφέρει το πρακτορείο χαρακτηριστικά.
Η ζήτηση για το τριετές ελληνικό ομόλογο διαμορφώθηκε στα 3 δισ. ευρώ. Για πολλούς στην αγορά, πρόκειται για μια χλιαρή απόδοση. Ο Guido Barhels, επικεφαλής διευθυντής επενδύσεων στην Ethenea του Λουξεμβούργου, είναι ένας από τους επενδυτές που αρχικά ενδιαφέρονταν για την πώληση αλλά δεν προχώρησαν λόγω των εξελίξεων στην Πορτογαλία. «Δεν είναι πολύ καλή ημέρα στις αγορές για την Ελλάδα.
Δεδομένου του τι συμβαίνει στην Πορτογαλία, δεν έχει και πολύ νόημα να το αγγίξει κανείς αυτό», δήλωσε ο Barhels. Ο ίδιος ανέμενε ότι η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να πουλήσει το ποσό που σχεδίαζε εντός της αρχικής εκτίμησης για το yield στο 3,50%-3,60%, επίπεδο υψηλότερο από τα αντίστοιχα των 10ετών ομολόγων της Ευρωζώνης (πλην Πορτογαλίας).
Θετικό βήμα
Η επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές ομολόγων θα τη βοηθήσει να αυξήσει τη χρηματοοικονομική ευελιξία της, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η υπερχρεωμένη χώρα έχει ξεπεράσει όλους τους κινδύνους, ανέφερε ο Ντάγκλας Ρένβικ, διευθυντής του οίκου αξιολόγησης Fitch, υπεύθυνος για την Ευρώπη, σε συνέντευξή του στο Reuters.
Η ικανότητα της Ελλάδας να δανειστεί θα μπορούσε να βοηθήσει τη χώρα να γεφυρώσει τα μελλοντικά χρηματοδοτικά κενά της, είπε ο κ. Ρένβικ, προειδοποιώντας ωστόσο ότι οι κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας πρόωρων εκλογών το 2015, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις μεταρρυθμίσεις.
Επεσήμανε δε ότι οι προσπάθειες της Ελλάδας να καλύψει την καμπύλη απόδοσης αποτελούν ένα θετικό πρώτο βήμα για να θέσει τα θεμέλια για την πλήρη είσοδό της στις αγορές. Αναφορικά με μελλοντική αναθεώρηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας, ο κ. Ρένβικ είπε ότι αυτό θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, αλλά και από πιθανή ελάφρυνση του χρέους, που ίσως να συμφωνηθεί προς το τέλος του έτους ή το επόμενο έτος.
Η δύσκολη συνέχεια
Αυτή ήταν η δεύτερη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, από τον Απρίλιο του 2014 και έπειτα από τετραετή αποχή (από τον Απρίλιο του 2010), που δείχνει πως η κάλυψη των δανειακών αναγκών από τις αγορές ενέχει υψηλά ρίσκα, που κοστίζουν σε όρους δανεισμού. Το ΔΝΤ εκτιμά πως από τον Ιούνιο 2015 και μετά η Ελλάδα θα έχει χρηματοδοτικό κενό ύψους 12,6 δισ., που θα πρέπει να καλυφθεί είτε από τις αγορές είτε από νέο δάνειο από την Ευρωζώνη.
Η κυβέρνηση αμφισβητεί το συγκεκριμένο «κενό», θεωρεί πως είναι μικρότερο και καλυπτόμενο από τις αγορές. Με βάση την προηγούμενη εμπειρία της ευρείας αποδοχής του 5ετούς ομολόγου, η κυβέρνηση είχε αρχίσει να στηρίζει μεγάλες προσδοκίες στην κάλυψη αυξανόμενου μέρους των δανειακών αναγκών από τις αγορές στην προοπτική της απεξάρτησης από τα κεφάλαια της τρόικας.
Φαίνεται, όμως, πως η κάλυψη των δανειακών αναγκών από τις αγορές δεν μπορεί να είναι μονόδρομος για την Ελλάδα στην παρούσα φάση. Επίσης, άλλη θα είναι η αντιμετώπιση των αγορών εάν η Ελλάδα αποφασίσει να καλύπτει από τις αγορές το σύνολο των αναγκών της και διαφορετική όταν γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δανείζεται και από το Μηχανισμό Στήριξης.
Επίσης, ο δανεισμός από τις αγορές έχει και το ρίσκο των συγκυριακών συνθηκών που επικρατούν και οι οποίες διαμορφώνουν ανάλογα το κόστος δανεισμού - παράγοντας που δεν υφίσταται στο δανεισμό από το Μηχανισμό Στήριξης, όπου οι όροι είναι σταθεροί, καλύτεροι των αγορών, αλλά συνοδεύονται από δεσμεύσεις και μνημόνια. Ακόμη, το αποτέλεσμα της έκδοσης του τριετούς ομολόγου επιβεβαιώνει τους ενδοιασμούς του ΔΝΤ για την έξοδο στις αγορές για τη μόνιμη κάλυψη των δανειακών αναγκών της Ελλάδας.
Μεταξύ των κινδύνων για την εξέλιξη του δημοσίου χρέους αναφέρει πως «εάν το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους αυξηθεί κατά 200 μ.β. πάνω από το στόχο, απειλείται η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η επίπτωση μετριάζεται από τη συνεχιζόμενη κρατική χρηματοδότηση (Ευρωζώνη)», αναφέρει το ΔΝΤ.
ΠΑΝΟΣ Φ. ΚΑΚΟΥΡΗΣ - [email protected]